κόρειος: Difference between revisions
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koreios | |Transliteration C=koreios | ||
|Beta Code=ko/reios | |Beta Code=ko/reios | ||
|Definition=α, ον, (κόρη) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a maiden]]: [[τὸκ]]., = [[κόρευμα]], Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>178</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[Κόρεια]] (sc. [[ἱερά]]), τά, [[the festival of Kore]] (Persephone), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dio</span> 56</span>, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> | |Definition=α, ον, (κόρη) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a maiden]]: [[τὸκ]]., = [[κόρευμα]], Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>178</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[Κόρεια]] (sc. [[ἱερά]]), τά, [[the festival of Kore]] (Persephone), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dio</span> 56</span>, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[Κόρειον]], [[τό]], [[her temple]], IG14.217 (Acrae), <span class="title">Ath.Mitt.</span>49.5 (Attica, iii B. C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:26, 1 January 2021
English (LSJ)
α, ον, (κόρη) A of a maiden: τὸκ., = κόρευμα, Sch.E.Alc.178. II Κόρεια (sc. ἱερά), τά, the festival of Kore (Persephone), Plu.Dio 56, Hsch. 2 Κόρειον, τό, her temple, IG14.217 (Acrae), Ath.Mitt.49.5 (Attica, iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
κόρειος: -α, -ον, (κόρη) ἀνήκων εἰς κόρην, τὸ κόρειον = κόρευμα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 178. ΙΙ. Κόρεια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, θυσία τῇ Κόρῃ (Περσεφόνῃ) τελουμένη, Πλουτ. Δίων 56, Ἡσύχ. 2) κόρειον, τό, ὁ ναὸς αὐτῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5430.
Greek Monolingual
κόρειος, -εία, -ον (Α) κόρη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, παρθενικός
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ κορεία, τὸ κόρειον
η ιδιότητα της κόρης, η παρθενία
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) Κόρειον
ο ναός της Κόρης, δηλ. της Περσεφόνης
4. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Κόρεια (ενν. ἱερά)
εορτή προς τιμήν της Κόρης, δηλ. της Περσεφόνης.