μετωπικός: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(25) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metopikos | |Transliteration C=metopikos | ||
|Beta Code=metwpiko/s | |Beta Code=metwpiko/s | ||
|Definition=ή, όν, = | |Definition=ή, όν, = [[μετωπίδιος]] ([[on the forehead]]), Heliod. ap. Orib. 48.27.2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μετωπικός]], -ή, -όν) [[μέτωπον]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μέτωπο]], [[μετωπιαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρατιωτικό [[μέτωπο]], στην πρώτη [[γραμμή]] της στρατιωτικής παράταξης («μετωπικά [[πυρά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[μέτωπο]] (α. «μετωπική [[επίθεση]]» β. «μετωπική [[σύγκρουση]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μετωπική [[επιφάνεια]]»<br /><b>φυσ.</b> το [[εμβαδόν]] της μέγιστης διατομής που παρουσιάζει ένα [[σώμα]] όταν κινείται σε [[ρεύμα]] ενός ρευστού και η οποία προσδιορίζεται σε [[διεύθυνση]] κάθετη [[προς]] τη ροή του ρεύματος<br />β) «μετωπικό [[σημείο]]»<br /><b>ανθρωπολ.</b> το [[μετώπιον]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μετωπικώς</i> και -<i>ά</i><br />[[κατά]] [[μέτωπο]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[μετωπικός]], -ή, -όν) [[μέτωπον]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μέτωπο]], [[μετωπιαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρατιωτικό [[μέτωπο]], στην πρώτη [[γραμμή]] της στρατιωτικής παράταξης («μετωπικά [[πυρά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[μέτωπο]] (α. «μετωπική [[επίθεση]]» β. «μετωπική [[σύγκρουση]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μετωπική [[επιφάνεια]]»<br /><b>φυσ.</b> το [[εμβαδόν]] της μέγιστης διατομής που παρουσιάζει ένα [[σώμα]] όταν κινείται σε [[ρεύμα]] ενός ρευστού και η οποία προσδιορίζεται σε [[διεύθυνση]] κάθετη [[προς]] τη ροή του ρεύματος<br />β) «μετωπικό [[σημείο]]»<br /><b>ανθρωπολ.</b> το [[μετώπιον]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μετωπικώς</i> και -<i>ά</i><br />[[κατά]] [[μέτωπο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:31, 22 January 2021
English (LSJ)
ή, όν, = μετωπίδιος (on the forehead), Heliod. ap. Orib. 48.27.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μετωπικός, -ή, -όν) μέτωπον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέτωπο, μετωπιαίος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρατιωτικό μέτωπο, στην πρώτη γραμμή της στρατιωτικής παράταξης («μετωπικά πυρά»)
2. αυτός που γίνεται κατά μέτωπο (α. «μετωπική επίθεση» β. «μετωπική σύγκρουση»)
3. φρ. α) «μετωπική επιφάνεια»
φυσ. το εμβαδόν της μέγιστης διατομής που παρουσιάζει ένα σώμα όταν κινείται σε ρεύμα ενός ρευστού και η οποία προσδιορίζεται σε διεύθυνση κάθετη προς τη ροή του ρεύματος
β) «μετωπικό σημείο»
ανθρωπολ. το μετώπιον.
επίρρ...
μετωπικώς και -ά
κατά μέτωπο.