μᾶλις: Difference between revisions

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
(24)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μᾶλις
|Medium diacritics=μᾶλις
|Low diacritics=μάλις
|Capitals=ΜΑΛΙΣ
|Transliteration A=mâlis
|Transliteration B=malis
|Transliteration C=malis
|Beta Code=ma=lis
|Definition=v. [[μηλίς]]², ''Hippiatr.'' 2.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0090.png Seite 90]] ιος, ἡ, auch μῆλις, eine Krankheit der Pferde u. Esel, der Rotz, Suid. u. a. Sp. Bei den Lateinern malleus, Veget.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0090.png Seite 90]] ιος, ἡ, auch μῆλις, eine Krankheit der Pferde u. Esel, der Rotz, Suid. u. a. Sp. Bei den Lateinern malleus, Veget.

Revision as of 10:44, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾶλις Medium diacritics: μᾶλις Low diacritics: μάλις Capitals: ΜΑΛΙΣ
Transliteration A: mâlis Transliteration B: malis Transliteration C: malis Beta Code: ma=lis

English (LSJ)

v. μηλίς², Hippiatr. 2.

German (Pape)

[Seite 90] ιος, ἡ, auch μῆλις, eine Krankheit der Pferde u. Esel, der Rotz, Suid. u. a. Sp. Bei den Lateinern malleus, Veget.

Greek (Liddell-Scott)

μᾶλις: -ιος, ἡ, νόσος τις τῶν ἵππων καὶ ὄνων, εἶδος κατάρρου, τῶν μυκτήρων· - ὡσαύτως μᾱλιασμός, Λατ. malleus, Ἱππιατρ., Σουΐδ.· μαλίη, παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαλίς, ἡ (Μ)
δωρ. τ.) βλ. μηλίς.

Greek Monolingual

-εως και μάλη, η
(AM μᾱλις, -ιος)
λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, -εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς, -ίδος. Και τα δύο δηλώνουν νόσους, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προελθούσες από παρομοιώσεις τών συμπτωμάτων της νόσου προς το σχήμα, χρώμα κ.λπ. του μήλου].