μαραθωνομάχος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(24)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μαραθωνομάχος
|Medium diacritics=μαραθωνομάχος
|Low diacritics=μαραθωνομάχος
|Capitals=ΜΑΡΑΘΩΝΟΜΑΧΟΣ
|Transliteration A=marathōnomáchos
|Transliteration B=marathōnomachos
|Transliteration C=marathonomachos
|Beta Code=maraqwnoma/xos
|Definition=ὁ, = [[Μαραθωνομάχης]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μαραθωνομάχος]] και [[μαραθωνομάχης]])<br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] που μετείχε στη [[μάχη]] [[εναντίον]] τών Περσών στον Μαραθώνα<br /><b>2.</b> (παροιμιωδώς) [[γενναίος]] [[πολεμιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Μαραθώνας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])].
|mltxt=ο (Α [[μαραθωνομάχος]] και [[μαραθωνομάχης]])<br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] που μετείχε στη [[μάχη]] [[εναντίον]] τών Περσών στον Μαραθώνα<br /><b>2.</b> (παροιμιωδώς) [[γενναίος]] [[πολεμιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Μαραθώνας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])].
}}
}}

Revision as of 10:45, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαραθωνομάχος Medium diacritics: μαραθωνομάχος Low diacritics: μαραθωνομάχος Capitals: ΜΑΡΑΘΩΝΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: marathōnomáchos Transliteration B: marathōnomachos Transliteration C: marathonomachos Beta Code: maraqwnoma/xos

English (LSJ)

ὁ, = Μαραθωνομάχης.

Greek Monolingual

ο (Α μαραθωνομάχος και μαραθωνομάχης)
1. πολεμιστής που μετείχε στη μάχη εναντίον τών Περσών στον Μαραθώνα
2. (παροιμιωδώς) γενναίος πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μαραθώνας + -μάχος (< μάχομαι)].