ὑπομονητικός: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(44) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ὑπομονητικός | |||
|Medium diacritics=ὑπομονητικός | |||
|Low diacritics=υπομονητικός | |||
|Capitals=ΥΠΟΜΟΝΗΤΙΚΟΣ | |||
|Transliteration A=hypomonētikós | |||
|Transliteration B=hypomonētikos | |||
|Transliteration C=ypomonitikos | |||
|Beta Code=u(pomonhtiko/s | |||
|Definition=v. [[ὑπομενητικός]] | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1226.png Seite 1226]] ή, όν, = [[ὑπομενητικός]], Arist. virt. et vit. 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1226.png Seite 1226]] ή, όν, = [[ὑπομενητικός]], Arist. virt. et vit. 5. |
Latest revision as of 10:49, 31 January 2021
English (LSJ)
v. ὑπομενητικός
German (Pape)
[Seite 1226] ή, όν, = ὑπομενητικός, Arist. virt. et vit. 5.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑπομονητικός, -ή, -όν, ΝΑ, και υπομονετικός, Ν ὑπομονή
αυτός που έχει υπομονή, καρτερικός
νεοελλ.
1. ήρεμος, ψύχραιμος
2. (ιδίως σχετικά με προσβολές) ανεκτικός.
επίρρ...
υπομονητικώς / ὑπομονητικῶς ΝΑ, και υπομονητικά Ν
με εγκαρτέρηση, υπομονή.