ἀφροδισιακός: Difference between revisions
(1b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ἀφροδισιακός | |||
|Medium diacritics=ἀφροδισιακός | |||
|Low diacritics=αφροδισιακός | |||
|Capitals=ΑΦΡΟΔΙΣΙΑΚΟΣ | |||
|Transliteration A=aphrodisiakós | |||
|Transliteration B=aphrodisiakos | |||
|Transliteration C=afrodisiakos | |||
|Beta Code=a)frodisiako/s | |||
|Definition=ή, όν, [[sexual]], [[τέρψεις]] DS. 2.23; [λίθος] a precious stone [[with aphrodisiac properties]], Plin. ''HN'' 37.148; [[ἔλαιον]] POxy. 1293.5 (ii AD). | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0415.png Seite 415]] zum Liebesgenuß gehörig, ἡδοναί Diod. Sic. 2, 23; [[λίθος]], ein Edelstein, Plin. H. N. 37, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0415.png Seite 415]] zum Liebesgenuß gehörig, ἡδοναί Diod. Sic. 2, 23; [[λίθος]], ein Edelstein, Plin. H. N. 37, 10. |
Revision as of 10:58, 31 January 2021
English (LSJ)
ή, όν, sexual, τέρψεις DS. 2.23; [λίθος] a precious stone with aphrodisiac properties, Plin. HN 37.148; ἔλαιον POxy. 1293.5 (ii AD).
German (Pape)
[Seite 415] zum Liebesgenuß gehörig, ἡδοναί Diod. Sic. 2, 23; λίθος, ein Edelstein, Plin. H. N. 37, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφροδῑσιακός: -ή, -όν, εἰς τὰ ἀφροδίσια, τὰς σαρκικὰς ἡδονὰς ἀνήκων, τέρψεις Διόδ. 2. 23.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): lat. aphrodisiacus Plin.HN 37.148
1 venéreo, sexual, erótico τέρψεις D.S.2.23, ἡδοναί D.S.4.4, σχῆμα Hsch.s.u. σκύλαξ
•neutr. plu. subst. τὰ ἀφροδισιακά impulsos sexuales ἵνα ... τὰ ἀφροδισιακὰ ἑαυτῆς ἐκτελέσῃ ἡ δεῖνα μετ' ἐμοῦ PMag.4.404.
2 dud. afrodisíaco ἐλαίδιο(ν) ἀφροδισιακόν POxy.1293.33 (II d.C.) en BL 6.101, cf. POxy.1293.5, 39.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀφροδισιακός, -ή, -όν) αφροδίσιος
1. (για διάφορες ουσίες και φάρμακα) διεγερτικός, αυτός που προκαλεί γενετήσια επιθυμία και υποβοηθεί την εκτέλεση της σεξουαλικής πράξης
2. «ἀφροδισιακός λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου για τον οποίο πίστευαν στην αρχαιότητα ότι έχει διεγερτικές ιδιότητες.
Russian (Dvoretsky)
ἀφροδῑσιᾰκός: любовный (ἡδονή Diod.).