κανίδιον: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(19) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=κανίδιον | |||
|Medium diacritics=κανίδιον | |||
|Low diacritics=κανίδιον | |||
|Capitals=ΚΑΝΙΔΙΟΝ | |||
|Transliteration A=kanídion | |||
|Transliteration B=kanidion | |||
|Transliteration C=kanidion | |||
|Beta Code=kani/dion | |||
|Definition=τό, [[little basket]] (unless = [[κνίδιον]]), PPar. Wess. p. 245, ''Sammelb.'' 7243.12 (iv AD). | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κανίδιον''': τό, [[εἶδος]] μέτρου ἐν Αἰγύπτῳ, κανίδια οἴνου ΡΡW σ. 151. 677, 8. 860. | |lstext='''κανίδιον''': τό, [[εἶδος]] μέτρου ἐν Αἰγύπτῳ, κανίδια οἴνου ΡΡW σ. 151. 677, 8. 860. |
Revision as of 11:00, 31 January 2021
English (LSJ)
τό, little basket (unless = κνίδιον), PPar. Wess. p. 245, Sammelb. 7243.12 (iv AD).
Greek (Liddell-Scott)
κανίδιον: τό, εἶδος μέτρου ἐν Αἰγύπτῳ, κανίδια οἴνου ΡΡW σ. 151. 677, 8. 860.
Greek Monolingual
κανίδιον, τὸ (Α)
πάπ.
1. μικρό καλάθι, κάνιστρο
2. δοχείο που χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο χωρητικότητας στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. καπρ-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].