ἱπποδρόμος: Difference between revisions
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(1ab) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ἱπποδρόμος | |||
|Medium diacritics=ἱπποδρόμος | |||
|Low diacritics=ιπποδρόμος | |||
|Capitals=ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ | |||
|Transliteration A=hippodrómos | |||
|Transliteration B=hippodromos | |||
|Transliteration C=ippodromos | |||
|Beta Code=i(ppodro/mos | |||
|Definition=ὁ, [[light horseman]], ἱ. [[ψιλοί]] Hdt. 7.158. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1259.png Seite 1259]] ὁ, der Pferderenner, eine sicilische Art leichter Reiterei, Her. 7, 158. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1259.png Seite 1259]] ὁ, der Pferderenner, eine sicilische Art leichter Reiterei, Her. 7, 158. |
Revision as of 11:04, 31 January 2021
English (LSJ)
ὁ, light horseman, ἱ. ψιλοί Hdt. 7.158.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, der Pferderenner, eine sicilische Art leichter Reiterei, Her. 7, 158.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
soldat de cavalerie légère, en Sicile.
Étymologie: ἵππος, δραμεῖν.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱππόδρομος)
τόπος στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. ιπποδρόμιο
αρχ.
δρόμος κατάλληλος για άρματα («λεῑος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμμό-δρομος, ναυσί-δρομος (βλ. και ιππόδρομος)].
ἱπποδρόμος, ὁ (Α)
ελαφρό ιππικό («ἱπποδρόμοι ψιλοί», Ηρόδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματο-δρόμος, βοη-δρόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργητική σημασία, εν αντιθέσει προς την «περιγραφική» σημασία του προπαροξύτονου ιππόδρομος].
Greek Monotonic
ἱπποδρόμος: ὁ, ιππέας με ελαφρύ (ψιλό) οπλισμό, ἱπποδρόμοι ψιλοί, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποδρόμος: ὁ (в Сицилии) конник, конный солдат: ἱπποδρόμοι ψιλοί Her. гипподромы, легковооруженная конница.