γλυκύμαλον: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(1a) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=γλυκύμαλον | |||
|Medium diacritics=γλυκύμαλον | |||
|Low diacritics=γλυκύμαλον | |||
|Capitals=ΓΛΥΚΥΜΑΛΟΝ | |||
|Transliteration A=glykýmalon | |||
|Transliteration B=glykymalon | |||
|Transliteration C=glykymalon | |||
|Beta Code=gluku/malon | |||
|Definition=''Aeolic and Doric'' for [[γλυκύμηλον]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλῠκύμᾱλον''': Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = [[μελίμηλον]], γλυκὺ [[μῆλον]], Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39. | |lstext='''γλῠκύμᾱλον''': Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = [[μελίμηλον]], γλυκὺ [[μῆλον]], Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39. |
Revision as of 11:05, 31 January 2021
English (LSJ)
Aeolic and Doric for γλυκύμηλον.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύμᾱλον: Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = μελίμηλον, γλυκὺ μῆλον, Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39.
Greek Monolingual
το
βλ. γλυκόμηλο.
Greek Monotonic
γλῠκύμᾱλον: Αιολ. και Δωρ. αντί γλυκύ-μηλον, γλυκόμηλο· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
γλυκύμᾱλον: τό дор. сладкий сорт яблок Sappho: φίλον γ. - v. l. μελίμαλον (обращение) Theocr. сокровище мое.