γλυκύμαλον: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(1a)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=γλυκύμαλον
|Medium diacritics=γλυκύμαλον
|Low diacritics=γλυκύμαλον
|Capitals=ΓΛΥΚΥΜΑΛΟΝ
|Transliteration A=glykýmalon
|Transliteration B=glykymalon
|Transliteration C=glykymalon
|Beta Code=gluku/malon
|Definition=''Aeolic and Doric'' for [[γλυκύμηλον]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γλῠκύμᾱλον''': Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = [[μελίμηλον]], γλυκὺ [[μῆλον]], Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39.
|lstext='''γλῠκύμᾱλον''': Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = [[μελίμηλον]], γλυκὺ [[μῆλον]], Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39.

Revision as of 11:05, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλυκύμαλον Medium diacritics: γλυκύμαλον Low diacritics: γλυκύμαλον Capitals: ΓΛΥΚΥΜΑΛΟΝ
Transliteration A: glykýmalon Transliteration B: glykymalon Transliteration C: glykymalon Beta Code: gluku/malon

English (LSJ)

Aeolic and Doric for γλυκύμηλον.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύμᾱλον: Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = μελίμηλον, γλυκὺ μῆλον, Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39.

Greek Monolingual

το
βλ. γλυκόμηλο.

Greek Monotonic

γλῠκύμᾱλον: Αιολ. και Δωρ. αντί γλυκύ-μηλον, γλυκόμηλο· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

γλυκύμᾱλον: τό дор. сладкий сорт яблок Sappho: φίλον γ. - v. l. μελίμαλον (обращение) Theocr. сокровище мое.

Middle Liddell


sweet-apple, as a term of endearment, Theocr.