σκοτισμός: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skotismos
|Transliteration C=skotismos
|Beta Code=skotismo/s
|Beta Code=skotismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[darkening]], σ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος <span class="bibl">Cleom.1.7</span>, cf. <span class="bibl">Eust.849.23</span>; = [[σκοτοδινία]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span> 116</span>, <span class="bibl">Vett.Val.193.9</span>, Hsch. s.v. [[ἴλιγγος]].</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[darkening]], σ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος <span class="bibl">Cleom.1.7</span>, cf. <span class="bibl">Eust.849.23</span>; = [[σκοτοδινία]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span> 116</span>, <span class="bibl">Vett.Val.193.9</span>, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[ἴλιγγος]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:50, 1 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτισμός Medium diacritics: σκοτισμός Low diacritics: σκοτισμός Capitals: ΣΚΟΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: skotismós Transliteration B: skotismos Transliteration C: skotismos Beta Code: skotismo/s

English (LSJ)

ὁ, A darkening, σ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Cleom.1.7, cf. Eust.849.23; = σκοτοδινία, Ptol.Tetr. 116, Vett.Val.193.9, Hsch. s.v. ἴλιγγος.

German (Pape)

[Seite 905] ὁ, 1) das Verfinstern, Verdunkeln, die Finsterniß; Schol. Lycophr. 1427; Eust. – 2) der Schwindel, wenn es Einem finster vor den Augen wird, vertigo, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτισμός: ὁ, τὸ σκοτίζειν, ἐπισκοτίζειν, σκ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Κλεομήδ. Μαθ. σ. 49, πρβλ. Εὐστ. 849. 24· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πνεύματος, Κλήμ. Ἀλ. 214· = σκοτοδινία, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σκοτίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκοτίζω, η μεταβολή σε σκοτάδι, επισκότιση («σκοτισμοὶ καὶ φωτισμοὶ ἀέρος», Κλεομήδ.)
2. σκοτοδίνη («που τον έπιασε καταχνιά και σκοτισμός και ζάλη», Ερωτόκρ.)
3. μτφ. διανοητική σύγχυση, θόλωση του μυαλού.