μακαριότης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰκᾰριότης, ητος, ἡ, [from μᾰκά˘ριος]<br />[[happiness]], [[bliss]], Plat., Arist.;
|mdlsjtxt=μᾰκᾰριότης, ητος, ἡ, [from μᾰκᾰ́ριος]<br />[[happiness]], [[bliss]], Plat., Arist.;
}}
}}

Revision as of 10:17, 4 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκᾰριότης Medium diacritics: μακαριότης Low diacritics: μακαριότης Capitals: ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: makariótēs Transliteration B: makariotēs Transliteration C: makariotis Beta Code: makario/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A happiness, bliss, ib.661b, Arist.EN1178b22, Epicur.Ep.1p.28U., etc.; as a title of bishops, Cod.Just.1.3.42 Intr., Just.Nov.3.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκᾰριότης: -ητος, ἡ, εὐτυχία, εὐδαιμονία, Πλάτ. Νόμ. 661Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 7· - ὡς τίτλος ἀπονεμόμενος εἰς τοὺς ἐπισκόπους, ἡ μακαριότης ὑμῶν Σύνοδ. Καρθ. 1254Β· ἡ ὑμετέρα μακαριότης Ἱερών. Ι. 358 (41), Σύνοδ. Ἐφέσου 1141Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
félicité, béatitude.
Étymologie: μακάριος.

Greek Monotonic

μᾰκᾰριότης: -ητος, ἡ, ευτυχία, ευδαιμονία, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκᾰριότης: ητος ἡ блаженство, счастье Plat., Arst.

Middle Liddell

μᾰκᾰριότης, ητος, ἡ, [from μᾰκᾰ́ριος]
happiness, bliss, Plat., Arist.;