σχινδάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schindalamos
|Transliteration C=schindalamos
|Beta Code=sxinda/lamos
|Beta Code=sxinda/lamos
|Definition=σχιζο-αλμός, ὁ, Att. for [[σκινδάλαμος]] (q.v.).
|Definition=σχιζο-αλμός, ὁ, Att. for [[σκινδάλαμος]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:30, 5 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχινδάλᾰμος Medium diacritics: σχινδάλαμος Low diacritics: σχινδάλαμος Capitals: ΣΧΙΝΔΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: schindálamos Transliteration B: schindalamos Transliteration C: schindalamos Beta Code: sxinda/lamos

English (LSJ)

σχιζο-αλμός, ὁ, Att. for σκινδάλαμος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, att. statt σκινδάλαμος, = Folgendem, Ar. Nubb. 131 Ran. 878.

Greek Monolingual

και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α
1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα
2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα
β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω.

Russian (Dvoretsky)

σχινδάλᾰμος: (δᾰ) ὁ атт. = σκινδάλαμος.