διαδρηπετεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(1a)
m (Text replacement - "<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">" to "")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=διαδρηπετεύω
|Medium diacritics=διαδρηπετεύω
|Low diacritics=διαδρηπετεύω
|Capitals=ΔΙΑΔΡΗΠΕΤΕΥΩ
|Transliteration A=diadrēpeteúō
|Transliteration B=diadrēpeteuō
|Transliteration C=diadripetevo
|Beta Code=diadrhpeteu/w
|Definition=v. [[διαδρηστεύω]].
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω:''' τρέπομαι σε [[φυγή]], [[δραπετεύω]], [[αυτομολώ]], σε Ηρόδ.· [[διόρθωση]] για το <i>δι-επρήστευσε</i>, το οποίο δεν έχει [[νόημα]].
|lsmtext='''διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω:''' τρέπομαι σε [[φυγή]], [[δραπετεύω]], [[αυτομολώ]], σε Ηρόδ.· [[διόρθωση]] για το <i>δι-επρήστευσε</i>, το οποίο δεν έχει [[νόημα]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<[[form]] [[type]]="infl"><orth [[extent]]="[[full]]" lang="greek">δι-επρήστευσε</orth></[[form]]> [a [[correction]] for διεπρήστευσε, [[which]] has no [[meaning]].]<br />to run off, go [[over]] to, Hdt.
|mdlsjtxt=δι-επρήστευσε [a [[correction]] for διεπρήστευσε, [[which]] has no [[meaning]].]<br />to run off, go [[over]] to, Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 10:08, 11 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδρηπετεύω Medium diacritics: διαδρηπετεύω Low diacritics: διαδρηπετεύω Capitals: ΔΙΑΔΡΗΠΕΤΕΥΩ
Transliteration A: diadrēpeteúō Transliteration B: diadrēpeteuō Transliteration C: diadripetevo Beta Code: diadrhpeteu/w

English (LSJ)

v. διαδρηστεύω.

Greek Monotonic

διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω: τρέπομαι σε φυγή, δραπετεύω, αυτομολώ, σε Ηρόδ.· διόρθωση για το δι-επρήστευσε, το οποίο δεν έχει νόημα.

Middle Liddell

δι-επρήστευσε [a correction for διεπρήστευσε, which has no meaning.]
to run off, go over to, Hdt.