ῥηματικός: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rimatikos
|Transliteration C=rimatikos
|Beta Code=r(hmatiko/s
|Beta Code=r(hmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for a verb]]: <b class="b3">τὸ ῥ</b>. [[a verbal form]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span> 22</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.195</span>; [[derived from a verb]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>135.14</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.381.22</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or for a [[verb]]: τὸ [[ῥηματικόν]] = a [[verbal]] [[form]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span> 22</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.195</span>; [[derive]]d from a [[verb]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>135.14</span>. Adv. [[ῥηματικῶς]] <span class="bibl">Eust.381.22</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥημᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ῥῆμα]], τὸ ῥηματικόν, τὸ [[ῥῆμα]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 195, Ἀπολλών. - Ἐπίρρημ. -κῶς, Εὐστ. 381, 22.
|lstext='''ῥημᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ῥῆμα]], τὸ ῥηματικόν, τὸ [[ῥῆμα]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 195, Ἀπολλών. - Ἐπίρρημ. [[ῥηματικῶς]], Εὐστ. 381, 22.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥηματικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ῥῆμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ρήμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγεται από [[ρήμα]] («ρηματικό [[επίθετο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(και ως [[διπλωματικός]] όρος) αυτός που διατυπώνεται [[προφορικά]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον γραπτό («ρηματική [[διακοίνωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥηματικόν</i><br />η [[μορφή]] του ρήματος (Διον. Αλ.). Επιρρ. <i>ρηματικώς</i> / <i>ῥηματικῶς</i> ΝΑ<br />[[κατά]] τον τρόπο του ρήματος, με [[ρήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προφορικά]].
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥηματικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ῥῆμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ρήμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγεται από [[ρήμα]] («ρηματικό [[επίθετο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(και ως [[διπλωματικός]] όρος) αυτός που διατυπώνεται [[προφορικά]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον γραπτό («ρηματική [[διακοίνωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥηματικόν</i><br />η [[μορφή]] του ρήματος (Διον. Αλ.). Επιρρ. [[ρηματικώς]] / [[ῥηματικῶς]] ΝΑ<br />[[κατά]] τον τρόπο του ρήματος, με [[ρήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προφορικά]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥημᾰτικός:''' грам. глагольный Sext.
|elrutext='''ῥημᾰτικός:''' грам. глагольный Sext.
}}
}}

Revision as of 14:13, 14 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥημᾰτικός Medium diacritics: ῥηματικός Low diacritics: ρηματικός Capitals: ΡΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: rhēmatikós Transliteration B: rhēmatikos Transliteration C: rimatikos Beta Code: r(hmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a verb: τὸ ῥηματικόν = a verbal form, D.H.Comp. 22, S.E.M.1.195; derived from a verb, A.D.Adv.135.14. Adv. ῥηματικῶς Eust.381.22.

German (Pape)

[Seite 840] zum Worte zur Rede gehörig, das Wort, die Rede betreffend, wörtlich, Gramm.; das Verbum betreffend, S. Emp. adv. gramm. 195, adv.

Greek (Liddell-Scott)

ῥημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥῆμα, τὸ ῥηματικόν, τὸ ῥῆμα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 195, Ἀπολλών. - Ἐπίρρημ. ῥηματικῶς, Εὐστ. 381, 22.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥηματικός, -ή, -όν, ΝΑ ῥῆμα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήμα
2. αυτός που παράγεται από ρήμα («ρηματικό επίθετο»)
νεοελλ.
(και ως διπλωματικός όρος) αυτός που διατυπώνεται προφορικά, σε αντιδιαστολή με τον γραπτό («ρηματική διακοίνωση»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥηματικόν
η μορφή του ρήματος (Διον. Αλ.). Επιρρ. ρηματικώς / ῥηματικῶς ΝΑ
κατά τον τρόπο του ρήματος, με ρήμα
νεοελλ.
προφορικά.

Russian (Dvoretsky)

ῥημᾰτικός: грам. глагольный Sext.