τετραμηνιαῖος: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / | |mltxt=-α, -ο / τετραμηνιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τετραμηναῖος, -αία, -ον, Μ<br />αυτός που διαρκεί [[τέσσερεις]] μήνες («τετραμηνιαίους σπονδὰς ἐποιήσαντο», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τετραμηνιαῖον</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] τεσσάρων μηνών, τετράμηνο<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έμβρυο]]) αυτός που αποβλήθηκε [[μετά]] από τετράμηνη [[κύηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τετράμηνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαίος</i> / -<i>αῖος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τετρᾰμηνιαῖος:''' Diod. = [[τετράμηνος]]. | |elrutext='''τετρᾰμηνιαῖος:''' Diod. = [[τετράμηνος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 14 March 2021
English (LSJ)
α, ον, = τετραμήνιος (lasting four months), σπονδαί DS. 11.80 ; of the foetus, Gal. 14.154.
German (Pape)
[Seite 1098] D. Sic. 11, 80, und τετράμηνος, von vier Monaten, vier Monate dauernd; Thuc. 5, 63; Pol. 18, 22, 5 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. 549.
Greek (Liddell-Scott)
τετραμηνιαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., σπονδαὶ Διόδ. 14. 80, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 949.
Greek Monolingual
-α, -ο / τετραμηνιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τετραμηναῖος, -αία, -ον, Μ
αυτός που διαρκεί τέσσερεις μήνες («τετραμηνιαίους σπονδὰς ἐποιήσαντο», Διόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραμηνιαῖον
χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, τετράμηνο
αρχ.
(για έμβρυο) αυτός που αποβλήθηκε μετά από τετράμηνη κύηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράμηνος + κατάλ. -ιαίος / -αῖος].
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰμηνιαῖος: Diod. = τετράμηνος.