μηναῖος: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ μηναῖος, -α, -ον Μ ουδ. και μηνίο και [[μηνίον]] και μηνιόν) [[μήν]]<br />αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[κάθε]] [[μήνα]], ο [[μηνιαίος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μηναίο</i>(<i>ν</i>)<br />[[μισθός]] ενός [[μήνα]], μηνιάτικο<br /><b>2.</b> (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τα Μηναία</i><br />[[δώδεκα]] λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, ένα για [[κάθε]] [[μήνα]], τα οποία περιέχουν τις ακολουθίες τών εορτών και τών αγίων που τιμά [[κάθε]] [[μέρα]] η Εκκλησία [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του εκκλησιαστικού έτους, το οποίο εκτείνεται από την 1η Σεπτεμβρίου [[μέχρι]] την 31 η Αυγούστου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> μισθωτή [[υπηρεσία]]<br /><b>2.</b> [[εκμίσθωση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πιάνω]] εἰς τὸ [[μηνίον]]» — [[προσλαμβάνω]] κάποιον με [[μισθό]]<br />β) «ποιῶ [[μηνίον]]» — [[δίνω]] ή [[ορίζω]] μηνιαίο [[μισθό]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 14 March 2021
English (LSJ)
α, ον, A lunar, Orac. ap. Lyd.Mens.3.8.
Greek (Liddell-Scott)
μηναῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ μῆνα…, ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 954· ― τὰ μηναῖα, ὡς καὶ νῦν, τὰ βιβλία τὰ περιέχοντα τὰς δι’ ἕκαστον μῆνα ἀκολουθίας, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ μηναῖος, -α, -ον Μ ουδ. και μηνίο και μηνίον και μηνιόν) μήν
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε μήνα, ο μηνιαίος
νεοελλ.-μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. το μηναίο(ν)
μισθός ενός μήνα, μηνιάτικο
2. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα Μηναία
δώδεκα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, ένα για κάθε μήνα, τα οποία περιέχουν τις ακολουθίες τών εορτών και τών αγίων που τιμά κάθε μέρα η Εκκλησία κατά τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους, το οποίο εκτείνεται από την 1η Σεπτεμβρίου μέχρι την 31 η Αυγούστου
μσν.
1. μισθωτή υπηρεσία
2. εκμίσθωση
3. φρ. α) «πιάνω εἰς τὸ μηνίον» — προσλαμβάνω κάποιον με μισθό
β) «ποιῶ μηνίον» — δίνω ή ορίζω μηνιαίο μισθό.