Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελαγχολώ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(24)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω (ΑM [[μελαγχολώ]], -άω) [[μελάγχολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πάσχω]], κατέχομαι από [[δυσθυμία]], από [[μελαγχολία]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον μελαγχολικό, [[χαλώ]] τη [[διάθεση]] κάποιου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[βαρύθυμος]], [[άκεφος]]<br /><b>μσν.</b><br />εξοργίζομαι, [[αγανακτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />κατέχομαι από [[μανία]], [[μαίνομαι]] («μελαγχολᾱν δοκῶν ἅπασι τοῑς οἰκείοις», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελάγχολος]]. Το αρχ. [[μελαγχολώ]], -<i>άω</i>, στη Νέα Ελληνική έγινε [[μελαγχολώ]], -<i>έω</i> [[κατά]] τα [[πολλά]] παρασύνθετα σε -<i>έω</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[συνήγορος]]: [[συνηγορώ]], -<i>έω</i> ([[νόμος]] Scaliger)].
|mltxt=-έω (ΑM [[μελαγχολώ]], -άω) [[μελάγχολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πάσχω]], κατέχομαι από [[δυσθυμία]], από [[μελαγχολία]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον μελαγχολικό, [[χαλώ]] τη [[διάθεση]] κάποιου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[βαρύθυμος]], [[άκεφος]]<br /><b>μσν.</b><br />εξοργίζομαι, [[αγανακτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />κατέχομαι από [[μανία]], [[μαίνομαι]] («μελαγχολᾱν δοκῶν ἅπασι τοῖς οἰκείοις», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελάγχολος]]. Το αρχ. [[μελαγχολώ]], -<i>άω</i>, στη Νέα Ελληνική έγινε [[μελαγχολώ]], -<i>έω</i> [[κατά]] τα [[πολλά]] παρασύνθετα σε -<i>έω</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[συνήγορος]]: [[συνηγορώ]], -<i>έω</i> ([[νόμος]] Scaliger)].
}}
}}

Revision as of 18:10, 25 March 2021

Greek Monolingual

-έω (ΑM μελαγχολώ, -άω) μελάγχολος
νεοελλ.
1. πάσχω, κατέχομαι από δυσθυμία, από μελαγχολία
2. κάνω κάποιον μελαγχολικό, χαλώ τη διάθεση κάποιου
νεοελλ.-μσν.
είμαι ή γίνομαι βαρύθυμος, άκεφος
μσν.
εξοργίζομαι, αγανακτώ
αρχ.
κατέχομαι από μανία, μαίνομαι («μελαγχολᾱν δοκῶν ἅπασι τοῖς οἰκείοις», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος. Το αρχ. μελαγχολώ, -άω, στη Νέα Ελληνική έγινε μελαγχολώ, -έω κατά τα πολλά παρασύνθετα σε -έω, πρβλ. συνήγορος: συνηγορώ, -έω (νόμος Scaliger)].