ἐπεκχέω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπεκχέω]] (Α) [[εκχέω]]<br /><b>1.</b> [[χύνω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπεκχέομαι</i><br />ξεχύνομαι, [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου («ἵνα πάντες ἐπεκχυθέντες | |mltxt=[[ἐπεκχέω]] (Α) [[εκχέω]]<br /><b>1.</b> [[χύνω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπεκχέομαι</i><br />ξεχύνομαι, [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου («ἵνα πάντες ἐπεκχυθέντες τοῖς πολεμίοις», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> εξαπλώνομαι [[κάπου]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 25 March 2021
English (LSJ)
A pour out upon, Anon. ap. Suid. s.v. θραυλοτέρας:—Pass., rush upon, τοῖς πολεμίοις LXX Ju.15.4, cf. PTeb.39.24 (ii B. C.); to be stretched upon, τινί Q.S.10.481.
German (Pape)
[Seite 914] (s. χέω), noch dazu ausgießen, Ios. – Pass. darüber ausgebreitet werden, Qu. Sm. 10, 481.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεκχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχύνω ἐπάνω εἴς τι, ἐπιχέω, Σουΐδ. ἐν λέξει θραυλοτέρας: - Μέσ., χύνομαι κατεπάνω τινός, ἐφορμῶ κατ’ αὐτοῦ, ἵνα πάντες ἐπεκχυθῶσι τοῖς πολεμίοις Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 4), ἐκτείνομαι, ἐξαπλώνομαι ἐπάνω εἴς τι, Εὐάδνην..., ἐπεκχυμένην μελέεσσιν ἀμφὶ πόσιν Κόϊντ. Σμ. 10. 481.
Greek Monolingual
ἐπεκχέω (Α) εκχέω
1. χύνω πάνω σε κάτι
2. μέσ. ἐπεκχέομαι
ξεχύνομαι, ορμώ εναντίον κάποιου («ἵνα πάντες ἐπεκχυθέντες τοῖς πολεμίοις», ΠΔ)
3. μέσ. εξαπλώνομαι κάπου.