ἐννεάζω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐννεάζω]] (AM) [[νεάζω]]<br />[[περνώ]] τη [[νεότητα]] («ἐννεάσας τῇ προστασίᾳ τῶν τοῡ περιπάτου δογμάτων», Συν.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[ρόδο]]) [[ανθώ]] («[[ῥόδον]] ἐννεάσαν τῷ ἦρι», Φιλόστρ.).
|mltxt=[[ἐννεάζω]] (AM) [[νεάζω]]<br />[[περνώ]] τη [[νεότητα]] («ἐννεάσας τῇ προστασίᾳ τῶν τοῦ περιπάτου δογμάτων», Συν.)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[ρόδο]]) [[ανθώ]] («[[ῥόδον]] ἐννεάσαν τῷ ἦρι», Φιλόστρ.).
}}
}}

Revision as of 18:55, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννεάζω Medium diacritics: ἐννεάζω Low diacritics: εννεάζω Capitals: ΕΝΝΕΑΖΩ
Transliteration A: enneázō Transliteration B: enneazō Transliteration C: enneazo Beta Code: e)nnea/zw

English (LSJ)

A spend one's youth in, μεγέθει σώματος ἐννεάσαι to be of great stature in one's youth, Hp.Aph.2.54; τῇ τῶν πραγμάτων ἀκριβεστέρᾳ καταλήψει Ph.1.622; ἐ. [τῇ βασιλείᾳ] καὶ ἐγγηράσκει, of one crowned in his mother's womb, Agath.4.25; ῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι having bloomed in spring, Philostr.Ep.51.

German (Pape)

[Seite 846] seine Jugend zubringen in, τινί, Hippocr. u. Sp.; ῥόδον ἦρι ἐννεάσαν, im Frühling blühend, Philostr., ep. 73.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεάζω: νεάζω ἔν τινι, διέρχομαι τὴν νεότητά μου ἔν τινι, μεγέθει σώματος ἐννεάσαι, ἔχειν μέγα σῶμα ἐν τῇ νεότητι, ἀντιτίθεται τῷ ἐγγηράσαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι, ἀνθῆσαν κατὰ τὸ ἔαρ, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 51 Kayser.

Spanish (DGE)

1 pasar la juventud en, ser joven c. dat. μεγέθει δὲ σώματος, ἐννεάσαι μὲν, ἐλευθέριον ... ἐστίν ser joven teniendo buena estatura es noble Hp.Aph.2.54, τῇ τῶν πραγμάτων ἀκριβεστέρᾳ καταλήψει Ph.1.622, (βασιλέως) ὅπλοις ἐννεάζοντος Synes.Regn.13, τῇ κατὰ φιλοσοφίαν σχολῇ Synes.Ep.11, cf. Agath.4.25.5.
2 florecer (ῥόδον) ἐννεάσαν τῷ ἦρι Philostr.Ep.51, fig. οἷς ὁ κατὰ τὸν παλαίτατον Κρόνον μακάριος βίος ἐννεάζει Eust.1257.33.

Greek Monolingual

ἐννεάζω (AM) νεάζω
περνώ τη νεότητα («ἐννεάσας τῇ προστασίᾳ τῶν τοῦ περιπάτου δογμάτων», Συν.)
αρχ.
(για ρόδο) ανθώῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι», Φιλόστρ.).