εξελκούμαι: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(12)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξελκοῡμαι<br />Α ἐξελκῶ, -όω)<br />(για μέρη του σώματος) [[σχηματίζω]] έλκη, [[γίνομαι]] [[ελκώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἐξελκῶ</i><br />[[προκαλώ]] τη [[δημιουργία]] έλκους.
|mltxt=(AM ἐξελκοῦμαι<br />Α ἐξελκῶ, -όω)<br />(για μέρη του σώματος) [[σχηματίζω]] έλκη, [[γίνομαι]] [[ελκώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἐξελκῶ</i><br />[[προκαλώ]] τη [[δημιουργία]] έλκους.
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐξελκοῦμαι
Α ἐξελκῶ, -όω)
(για μέρη του σώματος) σχηματίζω έλκη, γίνομαι ελκώδης
αρχ.
ἐξελκῶ
προκαλώ τη δημιουργία έλκους.