κνισώ: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κνισῶ, -άω και -όω (Α) [[κνίσα]]<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] έναν [[τόπο]] με [[οσμή]] από [[κνίσα]]<br /><b>2.</b> [[εξατμίζω]] (α. «τὸν μάγειρον δὲ τὸν ζωμὸν κνισῶσαι», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «ὑπεροπτώμενος ὁ [[ἰχθὺς]] κνισοῡται καὶ ἀφανίζεται», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κνισοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[αναδίδω]] [[κνίσα]] («[[ὑποθυμιατέον]] βδέλλαις κνισουμέναις», Ορειβ.)<br />β) [[γίνομαι]] [[λιπώδης]].
|mltxt=κνισῶ, -άω και -όω (Α) [[κνίσα]]<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] έναν [[τόπο]] με [[οσμή]] από [[κνίσα]]<br /><b>2.</b> [[εξατμίζω]] (α. «τὸν μάγειρον δὲ τὸν ζωμὸν κνισῶσαι», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «ὑπεροπτώμενος ὁ [[ἰχθὺς]] κνισοῦται καὶ ἀφανίζεται», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κνισοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[αναδίδω]] [[κνίσα]] («[[ὑποθυμιατέον]] βδέλλαις κνισουμέναις», Ορειβ.)<br />β) [[γίνομαι]] [[λιπώδης]].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 26 March 2021

Greek Monolingual

κνισῶ, -άω και -όω (Α) κνίσα
1. γεμίζω έναν τόπο με οσμή από κνίσα
2. εξατμίζω (α. «τὸν μάγειρον δὲ τὸν ζωμὸν κνισῶσαι», Λουκιαν.
β. «ὑπεροπτώμενος ὁ ἰχθὺς κνισοῦται καὶ ἀφανίζεται», Αλέξ. Αφρ.)
3. παθ. κνισοῦμαι, -όομαι
α) αναδίδω κνίσαὑποθυμιατέον βδέλλαις κνισουμέναις», Ορειβ.)
β) γίνομαι λιπώδης.