κνισώ
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
κνισῶ, -άω και -όω (Α) κνίσα
1. γεμίζω έναν τόπο με οσμή από κνίσα
2. εξατμίζω (α. «τὸν μάγειρον δὲ τὸν ζωμὸν κνισῶσαι», Λουκιαν.
β. «ὑπεροπτώμενος ὁ ἰχθὺς κνισοῦται καὶ ἀφανίζεται», Αλέξ. Αφρ.)
3. παθ. κνισοῦμαι, -όομαι
α) αναδίδω κνίσα («ὑποθυμιατέον βδέλλαις κνισουμέναις», Ορειβ.)
β) γίνομαι λιπώδης.