κρείττωσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρείττωσις]], ἡ (Α) [[κρειττούμαι]]<br />[[νόσος]] της αμπέλου που συνίσταται στην [[παρά]] [[φύση]] υπέρμετρη [[ανάπτυξη]] βλαστών, λόγω της οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ [[κρείττωσις]], [[οἷον]] ἀντισπᾱν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν<br />[[ὥστε]] ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον ἀπορρεῑν τὰς ρᾱγας καὶ τὰς ἑπιμενούσας ὡς μικρὰς [[εἶναι]]», Θεόφρ.).
|mltxt=[[κρείττωσις]], ἡ (Α) [[κρειττούμαι]]<br />[[νόσος]] της αμπέλου που συνίσταται στην [[παρά]] [[φύση]] υπέρμετρη [[ανάπτυξη]] βλαστών, λόγω της οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ [[κρείττωσις]], [[οἷον]] ἀντισπᾱν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν<br />[[ὥστε]] ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον ἀπορρεῖν τὰς ρᾱγας καὶ τὰς ἑπιμενούσας ὡς μικρὰς [[εἶναι]]», Θεόφρ.).
}}
}}

Revision as of 20:25, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρείττωσις Medium diacritics: κρείττωσις Low diacritics: κρείττωσις Capitals: ΚΡΕΙΤΤΩΣΙΣ
Transliteration A: kreíttōsis Transliteration B: kreittōsis Transliteration C: kreittosis Beta Code: krei/ttwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, v. κρειττόομαι.

Greek Monolingual

κρείττωσις, ἡ (Α) κρειττούμαι
νόσος της αμπέλου που συνίσταται στην παρά φύση υπέρμετρη ανάπτυξη βλαστών, λόγω της οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ κρείττωσις, οἷον ἀντισπᾱν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν
ὥστε ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον ἀπορρεῖν τὰς ρᾱγας καὶ τὰς ἑπιμενούσας ὡς μικρὰς εἶναι», Θεόφρ.).