προσχωρώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=προσχωρῶ, -έω, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ [[στρατόπεδον]] τῷ στρατοπέδῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> συντάσσομαι με τις αρχές ή τη [[γνώμη]] κάποιου, [[υιοθετώ]] τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο [[κόμμα]] της αντιπολίτευσης» β. «προσεχώρησαν πρὸς Ἀθηναίους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[πολιτεία]]) [[εισέρχομαι]], [[συμμετέχω]] σε [[συμφωνία]] που προϋπήρξε [[μεταξύ]] άλλων πολιτειών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου («οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ Θεός προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συναινώ]], συγκατατίθεμαι («τοῑς τοῦδε προσχωρεῑν λόγοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] όμοιος με κάποιον, [[μοιάζω]]<br /><b>4.</b> χρησιμοποιούμαι για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>χωρῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]])].
|mltxt=προσχωρῶ, -έω, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ [[στρατόπεδον]] τῷ στρατοπέδῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> συντάσσομαι με τις αρχές ή τη [[γνώμη]] κάποιου, [[υιοθετώ]] τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο [[κόμμα]] της αντιπολίτευσης» β. «προσεχώρησαν πρὸς Ἀθηναίους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[πολιτεία]]) [[εισέρχομαι]], [[συμμετέχω]] σε [[συμφωνία]] που προϋπήρξε [[μεταξύ]] άλλων πολιτειών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου («οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ Θεός προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συναινώ]], συγκατατίθεμαι («τοῑς τοῦδε προσχωρεῖν λόγοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] όμοιος με κάποιον, [[μοιάζω]]<br /><b>4.</b> χρησιμοποιούμαι για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>χωρῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]])].
}}
}}

Revision as of 20:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

προσχωρῶ, -έω, ΝΑ
1. προσεγγίζω, πλησιάζω («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ», Ηρόδ.)
2. μτφ. συντάσσομαι με τις αρχές ή τη γνώμη κάποιου, υιοθετώ τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο κόμμα της αντιπολίτευσης» β. «προσεχώρησαν πρὸς Ἀθηναίους», Θουκ.)
νεοελλ.
(για πολιτεία) εισέρχομαι, συμμετέχω σε συμφωνία που προϋπήρξε μεταξύ άλλων πολιτειών
αρχ.
1. είμαι με το μέρος κάποιου («οὐκ ἐθέλει οὐδὲ ὁ Θεός προσχωρέειν πρὸς τὰς ἀνθρωπηΐας γνώμας», Ηρόδ.)
2. συναινώ, συγκατατίθεμαι («τοῑς τοῦδε προσχωρεῖν λόγοις», Σοφ.)
3. είμαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω
4. χρησιμοποιούμαι για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χωρῶ (< χῶρος)].