λατύπη: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[λατύπη]])<br />το απότριμμα τών λίθων που απομένει [[μετά]] την [[πελέκηση]] ή τη [[λάξευση]], [[χαλίκι]] («ἐκ γὰρ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων | |mltxt=η (Α [[λατύπη]])<br />το απότριμμα τών λίθων που απομένει [[μετά]] την [[πελέκηση]] ή τη [[λάξευση]], [[χαλίκι]] («ἐκ γὰρ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων κεῖνται», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(πετρογρ.)</b> γωνιώδες αδρομερές τεμαχίδιο που προκύπτει από τη [[θραύση]] τών πετρωμάτων [[κατά]] τις διεργασίες της μηχανικής αποσάθρωσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τύπη</i> ([[άλλος]] τ. του -[[τύπος]] -[[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μοιχο</i>-<i>τύπη</i>, <i>χαμαι</i>-<i>τύπη</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λᾱτύπη:''' (ῠ) ἡ [[λᾶας]]<br /><b class="num">1)</b> осколок камня Plut.;<br /><b class="num">2)</b> гипс или известь Plut. | |elrutext='''λᾱτύπη:''' (ῠ) ἡ [[λᾶας]]<br /><b class="num">1)</b> осколок камня Plut.;<br /><b class="num">2)</b> гипс или известь Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 27 March 2021
English (LSJ)
ἡ, A the chips of stone in hewing, IG22.244.82 (iv B.C.), Rev.Phil.50.67 (ii B.C.), Str.17.1.34. II gypsum, lime, Plu.2.954a, Poll.9.104 (cf. Sch.Pl.Tht.146a), Paul.Aeg. 4.14, Sch.Ar.Nu.260.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱτύπη: [ῠ], ἡ, ἀποπελέκημα λίθου, δηλ. τὰ τεμάχια τὰ ἀποσπώμενα ἐκ τοῦ πελεκωμένου λίθου, ὡς τὸ σκῦρον, Στράβ. 808. ΙΙ. γύψος, ἄσβεστος, Πλούτ. 2. 954Α.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 éclat d’une pierre qu’on taille;
2 pierre à chaux.
Étymologie: λᾶς, τύπτω.
Greek Monolingual
η (Α λατύπη)
το απότριμμα τών λίθων που απομένει μετά την πελέκηση ή τη λάξευση, χαλίκι («ἐκ γὰρ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων κεῖνται», Στράβ.)
νεοελλ.
(πετρογρ.) γωνιώδες αδρομερές τεμαχίδιο που προκύπτει από τη θραύση τών πετρωμάτων κατά τις διεργασίες της μηχανικής αποσάθρωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + -τύπη (άλλος τ. του -τύπος -τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μοιχο-τύπη, χαμαι-τύπη].
Russian (Dvoretsky)
λᾱτύπη: (ῠ) ἡ λᾶας
1) осколок камня Plut.;
2) гипс или известь Plut.