χορηγώ: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[χοραγώ]] Α [[χορηγός]]<br /><b>1.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[είμαι]] [[χορηγός]], [[καταβάλλω]] τις δαπάνες για την [[συγκρότηση]] δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] την [[δαπάνη]] για [[κάτι]], επιδοτώ, [[επιχορηγώ]], [[χρηματοδοτώ]] (α. «τα [[μέσα]] για την [[εκδήλωση]] χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ ταῑς ἰδίαις χρείαις χορηγοῡσιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[παρέχω]], [[δίνω]], [[προμηθεύω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ο [[ηγέτης]], ο [[κορυφαίος]] του χορού, [[οδηγώ]] τον χορό («χορῷ χορηγεῑν», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[προεξάρχω]] σε [[κάτι]], [[ηγούμαι]] σε [[κάτι]] («οἱ τοῦ Ἡρακλείτου ἑταῑροι χορηγοῡσι τούτου τοῦ λόγου [[μάλα]] ἐρρωμένως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] άφθονα σε κάποιον<br /><b>4.</b> (ειδικά) [[εφοδιάζω]] με τρόφιμα και [[πολεμοφόδια]] τον στρατό («δαψιλῶς μὲν ἐχορήγει τὸ [[στρατόπεδον]] τοῖς ἐπιτηδείοις», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[χοραγώ]] Α [[χορηγός]]<br /><b>1.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[είμαι]] [[χορηγός]], [[καταβάλλω]] τις δαπάνες για την [[συγκρότηση]] δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] την [[δαπάνη]] για [[κάτι]], επιδοτώ, [[επιχορηγώ]], [[χρηματοδοτώ]] (α. «τα [[μέσα]] για την [[εκδήλωση]] χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ ταῑς ἰδίαις χρείαις χορηγοῡσιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[παρέχω]], [[δίνω]], [[προμηθεύω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ο [[ηγέτης]], ο [[κορυφαίος]] του χορού, [[οδηγώ]] τον χορό («χορῷ χορηγεῖν», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[προεξάρχω]] σε [[κάτι]], [[ηγούμαι]] σε [[κάτι]] («οἱ τοῦ Ἡρακλείτου ἑταῑροι χορηγοῡσι τούτου τοῦ λόγου [[μάλα]] ἐρρωμένως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] άφθονα σε κάποιον<br /><b>4.</b> (ειδικά) [[εφοδιάζω]] με τρόφιμα και [[πολεμοφόδια]] τον στρατό («δαψιλῶς μὲν ἐχορήγει τὸ [[στρατόπεδον]] τοῖς ἐπιτηδείοις», <b>Πολ.</b>).
}}
}}

Revision as of 08:45, 27 March 2021

Greek Monolingual

χορηγῶ, -έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α χορηγός
1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.)
2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α. «τα μέσα για την εκδήλωση χορήγησαν γνωστές εταιρείες» β. «τοὺς ὑπηρέτας τρέφουσι, καὶ ταῑς ἰδίαις χρείαις χορηγοῡσιν», Διόδ.)
3. (γενικά) παρέχω, δίνω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι
αρχ.
1. είμαι ο ηγέτης, ο κορυφαίος του χορού, οδηγώ τον χορό («χορῷ χορηγεῖν», Σιμων.)
2. (γενικά) προεξάρχω σε κάτι, ηγούμαι σε κάτι («οἱ τοῦ Ἡρακλείτου ἑταῑροι χορηγοῡσι τούτου τοῦ λόγου μάλα ἐρρωμένως», Πλάτ.)
3. παρέχω κάτι άφθονα σε κάποιον
4. (ειδικά) εφοδιάζω με τρόφιμα και πολεμοφόδια τον στρατό («δαψιλῶς μὲν ἐχορήγει τὸ στρατόπεδον τοῖς ἐπιτηδείοις», Πολ.).