προδιαπλέω: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[περνώ]] [[πρώτος]] με [[πλοίο]] [[απέναντι]] («ἐς τὴν ἤπειρον ἐπ' αὐτὸν | |mltxt=Α<br />[[περνώ]] [[πρώτος]] με [[πλοίο]] [[απέναντι]] («ἐς τὴν ἤπειρον ἐπ' αὐτὸν προδιαπλεῦσαι», Δίων. Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαπλέω]] «[[πλέω]] από τη μια [[ακτή]] ώς την [[απέναντι]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:55, 27 March 2021
English (LSJ)
A sail across first, ἐς τὴν ἤπειρον ἐπί τινα D.C.47.33.
German (Pape)
[Seite 715] (s. πλέω), vorher durch od. hinüber schiffen, D. C. 47, 33.
Greek (Liddell-Scott)
προδιαπλέω: διαπλέω πρότερος, ἐς τὴν ἤπειρον ἐπ’ αὐτὸν προδιαπλεῦσαι Δίων Κ. 47. 33.
Greek Monolingual
Α
περνώ πρώτος με πλοίο απέναντι («ἐς τὴν ἤπειρον ἐπ' αὐτὸν προδιαπλεῦσαι», Δίων. Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαπλέω «πλέω από τη μια ακτή ώς την απέναντι»].