ευφημία: Difference between revisions
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐφημία]]) [[εύφημος]]<br />[[εκδήλωση]] σεβασμού και [[τιμής]] με λόγους, [[έπαινος]], [[εγκώμιο]] («παρὰ δὲ [[πάντα]] τὸν βίον ἔχειν τε καὶ ἐσχηκέναι χρὴ πρὸς αὑτοῦ [[γονέας]] εὐφημίαν [[διαφερόντως]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ζητωκραυγή]], [[επευφημία]]<br /><b>2.</b> [[επιδοκιμασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χρήση]] ευοίωνων λέξεων, εύσχημων λόγων («ὄρνιθα μὲν τόνδ' αἴσιον ποιούμεθα, τὸ σὸν χρηστὸν καὶ λόγων εὐφημίαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[χρήση]] εύσχημων λόγων για [[ονομασία]] [[κοινών]] πραγμάτων, ο [[ευφημισμός]]<br /><b>3.</b> η [[τήρηση]] θρησκευτικής σιγής («εὐφημίαν | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐφημία]]) [[εύφημος]]<br />[[εκδήλωση]] σεβασμού και [[τιμής]] με λόγους, [[έπαινος]], [[εγκώμιο]] («παρὰ δὲ [[πάντα]] τὸν βίον ἔχειν τε καὶ ἐσχηκέναι χρὴ πρὸς αὑτοῦ [[γονέας]] εὐφημίαν [[διαφερόντως]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ζητωκραυγή]], [[επευφημία]]<br /><b>2.</b> [[επιδοκιμασία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χρήση]] ευοίωνων λέξεων, εύσχημων λόγων («ὄρνιθα μὲν τόνδ' αἴσιον ποιούμεθα, τὸ σὸν χρηστὸν καὶ λόγων εὐφημίαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[χρήση]] εύσχημων λόγων για [[ονομασία]] [[κοινών]] πραγμάτων, ο [[ευφημισμός]]<br /><b>3.</b> η [[τήρηση]] θρησκευτικής σιγής («εὐφημίαν νῦν ἴσχ'», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> η [[εκδήλωση]] [[τιμής]] [[προς]] τους θεούς με [[προσευχή]], η [[δέηση]], ο ύμνος («ἴτω δὲ Δαναΐδαις [[εὐφημία]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐφημίαι</i><br />οι δοξαστικοί ύμνοι («θαλίαις... εὐφαμίαις τε μάλιστ' [[Ἀπόλλων]] χαίρει», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> καλή [[φήμη]], [[υπόληψη]], [[υστεροφημία]] («διὰ τῆς ἀγαθῆς μνήμης καὶ τῆς ἀδιαλείπτου πρὸς τὸν ἀεὶ χρόνον εὐφημίας», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:00, 27 March 2021
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐφημία) εύφημος
εκδήλωση σεβασμού και τιμής με λόγους, έπαινος, εγκώμιο («παρὰ δὲ πάντα τὸν βίον ἔχειν τε καὶ ἐσχηκέναι χρὴ πρὸς αὑτοῦ γονέας εὐφημίαν διαφερόντως», Πλάτ.)
μσν.
1. ζητωκραυγή, επευφημία
2. επιδοκιμασία
αρχ.
1. χρήση ευοίωνων λέξεων, εύσχημων λόγων («ὄρνιθα μὲν τόνδ' αἴσιον ποιούμεθα, τὸ σὸν χρηστὸν καὶ λόγων εὐφημίαν», Ευρ.)
2. η χρήση εύσχημων λόγων για ονομασία κοινών πραγμάτων, ο ευφημισμός
3. η τήρηση θρησκευτικής σιγής («εὐφημίαν νῦν ἴσχ'», Σοφ.)
4. η εκδήλωση τιμής προς τους θεούς με προσευχή, η δέηση, ο ύμνος («ἴτω δὲ Δαναΐδαις εὐφημία», Ευρ.)
5. πληθ. αἱ εὐφημίαι
οι δοξαστικοί ύμνοι («θαλίαις... εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει», Πίνδ.)
6. καλή φήμη, υπόληψη, υστεροφημία («διὰ τῆς ἀγαθῆς μνήμης καὶ τῆς ἀδιαλείπτου πρὸς τὸν ἀεὶ χρόνον εὐφημίας», Πλούτ.).