επικάθημαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(13)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπικάθημαι]]) [[κάθημαι]]<br />[[κάθομαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («γλαῦξ αὐτῇ ἐπικαθῆσθαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βαραίνω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[πιέζω]], [[καταπιέζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[βαρύς]] [[κάπου]], [[συνθλίβω]]<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) [[είμαι]] χτισμένη, [[κείμαι]]<br /><b>3.</b> <b>(απολ.)</b> [[επωάζω]], [[κλωσσώ]]<br /><b>4.</b> (για γραμματέα τραπεζίτη ή αργυραμοιβού) [[κάθομαι]] στο [[τραπέζι]] («ἐκέλευσεν ἀποδοῡναι Φιλίππῳ χιλίας δραχμὰς τὸν Φορμίωνα τὸν ἐπικαθήμενον ἐπὶ τῆς τραπέζης», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παραμένω]] στην [[επιφάνεια]], [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[πολιορκώ]] («[[τότε]] δὲ συνεχῶς ἐπικαθημένων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> <i>οἱ ἐπικαθήμενοι</i><br />οι εγκατεστημένοι, οι κάτοικοι.
|mltxt=(AM [[ἐπικάθημαι]]) [[κάθημαι]]<br />[[κάθομαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («γλαῦξ αὐτῇ ἐπικαθῆσθαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βαραίνω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[πιέζω]], [[καταπιέζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[βαρύς]] [[κάπου]], [[συνθλίβω]]<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) [[είμαι]] χτισμένη, [[κείμαι]]<br /><b>3.</b> <b>(απολ.)</b> [[επωάζω]], [[κλωσσώ]]<br /><b>4.</b> (για γραμματέα τραπεζίτη ή αργυραμοιβού) [[κάθομαι]] στο [[τραπέζι]] («ἐκέλευσεν ἀποδοῦν
αι Φιλίππῳ χιλίας δραχμὰς τὸν Φορμίωνα τὸν ἐπικαθήμενον ἐπὶ τῆς τραπέζης», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παραμένω]] στην [[επιφάνεια]], [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[πολιορκώ]] («[[τότε]] δὲ συνεχῶς ἐπικαθημένων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> <i>οἱ ἐπικαθήμενοι</i><br />οι εγκατεστημένοι, οι κάτοικοι.
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐπικάθημαι) κάθημαι
κάθομαι πάνω σε κάτι («γλαῦξ αὐτῇ ἐπικαθῆσθαι», Αριστοφ.)
νεοελλ.
μτφ. βαραίνω πάνω σε κάτι, πιέζω, καταπιέζω
αρχ.
1. κάθομαι βαρύς κάπου, συνθλίβω
2. (για πόλη) είμαι χτισμένη, κείμαι
3. (απολ.) επωάζω, κλωσσώ
4. (για γραμματέα τραπεζίτη ή αργυραμοιβού) κάθομαι στο τραπέζι («ἐκέλευσεν ἀποδοῦν αι Φιλίππῳ χιλίας δραχμὰς τὸν Φορμίωνα τὸν ἐπικαθήμενον ἐπὶ τῆς τραπέζης», Δημοσθ.)
5. παραμένω στην επιφάνεια, πάνω σε κάτι
6. πολιορκώτότε δὲ συνεχῶς ἐπικαθημένων», Θουκ.)
7. φρ. οἱ ἐπικαθήμενοι
οι εγκατεστημένοι, οι κάτοικοι.