ἔπειξις: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔπειξις]], η (Α) [[επείγω]]<br /><b>1.</b> βία, [[σπουδή]] («διὰ τὴν ἔπειξιν ἀλλήλους... ἀνακαλοῡντες [[πολλάκις]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πίεση]].
|mltxt=[[ἔπειξις]], η (Α) [[επείγω]]<br /><b>1.</b> βία, [[σπουδή]] («διὰ τὴν ἔπειξιν ἀλλήλους... ἀνακαλοῦν
τες [[πολλάκις]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πίεση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:30, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπειξις Medium diacritics: ἔπειξις Low diacritics: έπειξις Capitals: ΕΠΕΙΞΙΣ
Transliteration A: épeixis Transliteration B: epeixis Transliteration C: epeiksis Beta Code: e)/peicis

English (LSJ)

εως, ἡ, A haste, hurry, J.AJ18.6.5, Plu.Rom.29, Ruf. ap. Orib.8.24.23, Aristid. Or.48(24).61, Luc.DMeretr.10.3, etc. 2 emergency, Antyll. ap. Orib.10.23.30. II urging, pressing, Gloss.: pl., App.BC1.19 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, die Beschleunigung, die Eile; Luc. D. meretr. 10; Plut. Rom. 29 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπειξις: -εως, ἡ, τὸ ἐπείγεσθαι, σπουδή, διὰ τὴν ἔπειξιν ἀλλήλους... ἀνακαλοῦντες πολλάκις Πλούτ. Ρωμ. 29· γράμματα οὐ πάνυ σαφῆ... δηλοῦντα ἔπειξιν τοῦ γεγραφότος Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
hâte, empressement.
Étymologie: ἐπείγω.

Greek Monolingual

ἔπειξις, η (Α) επείγω
1. βία, σπουδή («διὰ τὴν ἔπειξιν ἀλλήλους... ἀνακαλοῦν τες πολλάκις», Πλούτ.)
2. πίεση.

Greek Monotonic

ἔπειξις: -εως, ἡ (ἐπείγω), σπουδή, βία, βιασύνη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔπειξις: εως ἡ ἐπείγω торопливость Plut., Luc.

Middle Liddell

ἔπειξις, εως ἐπείγω
haste, hurry, Plut.