οργάζω: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(29) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀργάζω]] (ΑΜ)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] μαλακό με [[κατεργασία]] (α. «πηλὸν ὀργάζειν χεροῑν», <b>Σοφ.</b><br />β. «oἱ τοὺς [[χάλικας]] δηλαδὴ | |mltxt=[[ὀργάζω]] (ΑΜ)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] μαλακό με [[κατεργασία]] (α. «πηλὸν ὀργάζειν χεροῑν», <b>Σοφ.</b><br />β. «oἱ τοὺς [[χάλικας]] δηλαδὴ παραφοροῦν | ||
τες καὶ τὸν πηλὸν ἢ τὸν τίτανον ὀργαζόμενοι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ὀργάζομαι</i><br />(για [[κερί]]) [[λειώνω]], τήκομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀργάζω]] παράγεται από τον τ. [[ἐόργη]] «μαγειρικό [[σκεύος]], [[κουτάλα]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἐ</i>-<i>Fόργᾱ</i> με προθεματικό [[φωνήεν]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fόργᾱ</i> με διπλασιασμό), που ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>werg</i>- «[[κάνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[έργο]], [[έρδω]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 27 March 2021
Greek Monolingual
ὀργάζω (ΑΜ)
κάνω κάτι μαλακό με κατεργασία (α. «πηλὸν ὀργάζειν χεροῑν», Σοφ.
β. «oἱ τοὺς χάλικας δηλαδὴ παραφοροῦν
τες καὶ τὸν πηλὸν ἢ τὸν τίτανον ὀργαζόμενοι», Ευστ.)
αρχ.
παθ. ὀργάζομαι
(για κερί) λειώνω, τήκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀργάζω παράγεται από τον τ. ἐόργη «μαγειρικό σκεύος, κουτάλα» (< ἐ-Fόργᾱ με προθεματικό φωνήεν ή < Fε-Fόργᾱ με διπλασιασμό), που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα werg- «κάνω» (πρβλ. έργο, έρδω)].