λουτήρας: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λουτήρ]], -ῆρος)<br />[[σκεύος]] ή κτιστό σκαφοειδές [[κατασκεύασμα]] στο οποίο πλένεται [[κάποιος]], [[μπανιέρα]] («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦνκαὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, [[ὥστε]] νίπτεσθαι», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων<br /><b>μσν.</b><br />το [[βαπτιστήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λούω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, -<i>τῆρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βα</i>-<i>τήρ</i>, <i>κρα</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=ο (AM [[λουτήρ]], -ῆρος)<br />[[σκεύος]] ή κτιστό σκαφοειδές [[κατασκεύασμα]] στο οποίο πλένεται [[κάποιος]], [[μπανιέρα]] («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, [[ὥστε]] νίπτεσθαι», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων<br /><b>μσν.</b><br />το [[βαπτιστήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λούω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, -<i>τῆρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βα</i>-<i>τήρ</i>, <i>κρα</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:20, 27 March 2021

Greek Monolingual

ο (AM λουτήρ, -ῆρος)
σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ)
νεοελλ.
χημ. μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων
μσν.
το βαπτιστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λούω + επίθημα -τήρ, -τῆρος (πρβλ. βα-τήρ, κρα-τήρ)].