Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πενταπλός: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / πενταπλοῡς, -ῆ, -οῦνκαι -όος, -όα, -όον, ΝΑ<br />ο [[πέντε]] φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]] από κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]], [[πενταπλάσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] όμοια μέρη<br /><b>2.</b> αυτός που εμφανίζεται με [[πέντε]] μορφές ή επαναλαμβάνεται [[πέντε]] φορές («πενταπλό οπτικό [[είδωλο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πεντάπλοκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[πενταπλόα]] [[κύλιξ]]» — [[αγγείο]] που περιείχε [[πέντε]] ειδών συστατικά, όπως [[κρασί]], [[μέλι]], [[τυρί]] [[αλεύρι]] και [[λάδι]], και το οποίο δινόταν ως [[βραβείο]] σε εφήβους νικητές σε αγώνα δρόμου [[κατά]] την [[εορτή]] τών [[Σκίρων]], τών Οσχοφορίων κ.ά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενταπλώς</i><br />με [[πέντε]] τρόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλός]]].
|mltxt=-ή, -ό / πενταπλοῡς, -ῆ, -οῦν και -όος, -όα, -όον, ΝΑ<br />ο [[πέντε]] φορές μεγαλύτερος ή [[περισσότερος]] από κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]], [[πενταπλάσιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] όμοια μέρη<br /><b>2.</b> αυτός που εμφανίζεται με [[πέντε]] μορφές ή επαναλαμβάνεται [[πέντε]] φορές («πενταπλό οπτικό [[είδωλο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πεντάπλοκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[πενταπλόα]] [[κύλιξ]]» — [[αγγείο]] που περιείχε [[πέντε]] ειδών συστατικά, όπως [[κρασί]], [[μέλι]], [[τυρί]] [[αλεύρι]] και [[λάδι]], και το οποίο δινόταν ως [[βραβείο]] σε εφήβους νικητές σε αγώνα δρόμου [[κατά]] την [[εορτή]] τών [[Σκίρων]], τών Οσχοφορίων κ.ά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενταπλώς</i><br />με [[πέντε]] τρόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλός]]].
}}
}}

Revision as of 15:20, 27 March 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό / πενταπλοῡς, -ῆ, -οῦν και -όος, -όα, -όον, ΝΑ
ο πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον ή κάτι άλλο, πενταπλάσιος
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από πέντε όμοια μέρη
2. αυτός που εμφανίζεται με πέντε μορφές ή επαναλαμβάνεται πέντε φορές («πενταπλό οπτικό είδωλο»)
αρχ.
1. ο πεντάπλοκος
2. φρ. «ἡ πενταπλόα κύλιξ» — αγγείο που περιείχε πέντε ειδών συστατικά, όπως κρασί, μέλι, τυρί αλεύρι και λάδι, και το οποίο δινόταν ως βραβείο σε εφήβους νικητές σε αγώνα δρόμου κατά την εορτή τών Σκίρων, τών Οσχοφορίων κ.ά.
επίρρ...
πενταπλώς
με πέντε τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πλός].