επίχυση: Difference between revisions
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπίχυσις]]) [[επιχύνω]]<br />[[χύσιμο]] υγρού [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ασθένεια]] τών οφθαλμών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συρροή]] («[[ἐπίχυσις]] δ’ ὑπερβάλλουσα | |mltxt=η (AM [[ἐπίχυσις]]) [[επιχύνω]]<br />[[χύσιμο]] υγρού [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ασθένεια]] τών οφθαλμών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συρροή]] («[[ἐπίχυσις]] δ’ ὑπερβάλλουσα ἡμῖν πολιτῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πρόποση]] («ἐλθόντες εἰς τὸ πίνειν ἐπιχύσεις ἐποιοῦν | ||
το», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επάλειψη]], [[επίχριση]]<br /><b>4.</b> [[οινοχόη]] με [[στόμιο]] κατάλληλο για [[κέρασμα]], για [[γέμισμα]] της φιάλης. | το», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επάλειψη]], [[επίχριση]]<br /><b>4.</b> [[οινοχόη]] με [[στόμιο]] κατάλληλο για [[κέρασμα]], για [[γέμισμα]] της φιάλης. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:55, 27 March 2021
Greek Monolingual
η (AM ἐπίχυσις) επιχύνω
χύσιμο υγρού μέσα ή πάνω σε κάτι
αρχ.-μσν.
ασθένεια τών οφθαλμών
αρχ.
1. συρροή («ἐπίχυσις δ’ ὑπερβάλλουσα ἡμῖν πολιτῶν», Πλάτ.)
2. πρόποση («ἐλθόντες εἰς τὸ πίνειν ἐπιχύσεις ἐποιοῦν
το», Πλούτ.)
3. επάλειψη, επίχριση
4. οινοχόη με στόμιο κατάλληλο για κέρασμα, για γέμισμα της φιάλης.