σφίγμα: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[σφίγγω]]<br />αυτό που έχει δεθεί [[στερεά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμπίεση]] σε [[μηχανή]] («[[ἔλαιον]] παρεπιχέειν δεήσει, [[ὅπως]] μηδὲν παρὰ τοῡτο [[σφίγμα]] γένηται», Ήρων.).
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[σφίγγω]]<br />αυτό που έχει δεθεί [[στερεά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμπίεση]] σε [[μηχανή]] («[[ἔλαιον]] παρεπιχέειν δεήσει, [[ὅπως]] μηδὲν παρὰ τοῦτο [[σφίγμα]] γένηται», Ήρων.).
}}
}}

Revision as of 12:15, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφίγμα Medium diacritics: σφίγμα Low diacritics: σφίγμα Capitals: ΣΦΙΓΜΑ
Transliteration A: sphígma Transliteration B: sphigma Transliteration C: sfigma Beta Code: sfi/gma

English (LSJ)

ατος, τό, A jamming in a machine, Hero Aut.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

σφίγμα: τό, τὸ ἰσχυρῶς δεδεμένον ἢ συνεσφιγμένον, Ἐκκλ., Βυζ. ΙΙ. συμπίεσις διὰ μηχανῶν, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 245Α.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σφίγγω
αυτό που έχει δεθεί στερεά
αρχ.
συμπίεση σε μηχανήἔλαιον παρεπιχέειν δεήσει, ὅπως μηδὲν παρὰ τοῦτο σφίγμα γένηται», Ήρων.).