διάφανος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
(9)
 
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η -ο και [[διαφανής]], -ές (ΑΝ)<br /><b>1.</b> αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα [[πίσω]] του<br /><b>2.</b> [[διαυγής]], [[καθαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακόκκινος]] από [[πυράκτωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που φαίνεται [[μέσα]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> [[σαφής]], [[ευκρινής]], [[φανερός]]<br /><b>4.</b> [[διαπρεπής]], [[περίφημος]], [[περιβόητος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ορυκτό]] [[στεατίτης]], [[τάλκης]] («διαφανὲς δὲ καλούμενον ὅ [[σπεκλάριον]] ὀνομάζουσι Ῥωμαῑοι», <b>Γαλ.</b>).
|mltxt=-η -ο και [[διαφανής]], -ές (ΑΝ)<br /><b>1.</b> αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα [[πίσω]] του<br /><b>2.</b> [[διαυγής]], [[καθαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακόκκινος]] από [[πυράκτωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που φαίνεται [[μέσα]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> [[σαφής]], [[ευκρινής]], [[φανερός]]<br /><b>4.</b> [[διαπρεπής]], [[περίφημος]], [[περιβόητος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ορυκτό]] [[στεατίτης]], [[τάλκης]] («διαφανὲς δὲ καλούμενον ὅ [[σπεκλάριον]] ὀνομάζουσι Ῥωμαῖοι», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

-η -ο και διαφανής, -ές (ΑΝ)
1. αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα πίσω του
2. διαυγής, καθαρός
αρχ.
1. κατακόκκινος από πυράκτωση
2. αυτός που φαίνεται μέσα από κάτι άλλο
3. σαφής, ευκρινής, φανερός
4. διαπρεπής, περίφημος, περιβόητος
5. το ουδ. ως ουσ. ορυκτό στεατίτης, τάλκης («διαφανὲς δὲ καλούμενον ὅ σπεκλάριον ὀνομάζουσι Ῥωμαῖοι», Γαλ.).