διάφανος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
(9) |
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η -ο και [[διαφανής]], -ές (ΑΝ)<br /><b>1.</b> αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα [[πίσω]] του<br /><b>2.</b> [[διαυγής]], [[καθαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακόκκινος]] από [[πυράκτωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που φαίνεται [[μέσα]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> [[σαφής]], [[ευκρινής]], [[φανερός]]<br /><b>4.</b> [[διαπρεπής]], [[περίφημος]], [[περιβόητος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ορυκτό]] [[στεατίτης]], [[τάλκης]] («διαφανὲς δὲ καλούμενον ὅ [[σπεκλάριον]] ὀνομάζουσι | |mltxt=-η -ο και [[διαφανής]], -ές (ΑΝ)<br /><b>1.</b> αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα [[πίσω]] του<br /><b>2.</b> [[διαυγής]], [[καθαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακόκκινος]] από [[πυράκτωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που φαίνεται [[μέσα]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> [[σαφής]], [[ευκρινής]], [[φανερός]]<br /><b>4.</b> [[διαπρεπής]], [[περίφημος]], [[περιβόητος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ορυκτό]] [[στεατίτης]], [[τάλκης]] («διαφανὲς δὲ καλούμενον ὅ [[σπεκλάριον]] ὀνομάζουσι Ῥωμαῖοι», <b>Γαλ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 28 March 2021
Greek Monolingual
-η -ο και διαφανής, -ές (ΑΝ)
1. αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα πίσω του
2. διαυγής, καθαρός
αρχ.
1. κατακόκκινος από πυράκτωση
2. αυτός που φαίνεται μέσα από κάτι άλλο
3. σαφής, ευκρινής, φανερός
4. διαπρεπής, περίφημος, περιβόητος
5. το ουδ. ως ουσ. ορυκτό στεατίτης, τάλκης («διαφανὲς δὲ καλούμενον ὅ σπεκλάριον ὀνομάζουσι Ῥωμαῖοι», Γαλ.).