κατασκελετεύω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑσαν" to "εῖσαν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατασκελετεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] αδύνατο σαν [[σκελετό]] (α. «ἐν τοῖς παιδεύμασι τοῖς οὐδενὸς ἀξίοις ἑαυτούς κατασκελετεύουσι», <b>Πλούτ.</b> β. «ὡχροί, κατεσκελετευμένοι», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κατασκελετεύομαι</i><br />καταστρέφομαι («περιιδεῖν τὴν φύσιν τῶν αὑτῶν κατασκελετευθεῑσαν», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σκελετεύω]] «[[ξεραίνω]], [[μαραίνω]]»].
|mltxt=[[κατασκελετεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] αδύνατο σαν [[σκελετό]] (α. «ἐν τοῖς παιδεύμασι τοῖς οὐδενὸς ἀξίοις ἑαυτούς κατασκελετεύουσι», <b>Πλούτ.</b> β. «ὡχροί, κατεσκελετευμένοι», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κατασκελετεύομαι</i><br />καταστρέφομαι («περιιδεῖν τὴν φύσιν τῶν αὑτῶν κατασκελετευθεῖσαν», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σκελετεύω]] «[[ξεραίνω]], [[μαραίνω]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατασκελετεύω:''' превращать в скелет, истощать до крайности (ἑαυτόν Plut.); pass. чахнуть, худеть Arst.
|elrutext='''κατασκελετεύω:''' превращать в скелет, истощать до крайности (ἑαυτόν Plut.); pass. чахнуть, худеть Arst.
}}
}}

Revision as of 12:20, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκελετεύω Medium diacritics: κατασκελετεύω Low diacritics: κατασκελετεύω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΛΕΤΕΥΩ
Transliteration A: kataskeleteúō Transliteration B: kataskeleteuō Transliteration C: kataskeleteyo Beta Code: kataskeleteu/w

English (LSJ)

A reduce to a skeleton, ἑαυτούς Plu.2.7d; τὸ σῶμα Sch.Ar.Ra.153:—Pass., to be wasted away, 'desiccated,' μὴ περιιδεῖν τὴν φύσιν -ευθεῖσαν Isoc.15.268, cf. Ph.1.198, al., Onos.1.5 (Act.), D.L.8.41: metaph., τὰ φυσικὰ ἔργα ταῖς τεχνολογίαις -ευόμενα Longin.2.1.

German (Pape)

[Seite 1378] ganz austrocknen, ausdörren, zum Skelett machen, ἑαυτούς Plut. de educ. lib. 10. – Pass., περιιδεῖν τὴν φύσιν τὴν αὑτῶν κατασκελετευθεῖσαν ἐπὶ τούτοις Isocr. 15, 268; Arist. H. A. 10, 3 u. Sp.; auch übertr., Longin. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκελετεύω: μεταποιῶ εἰς σκελετόν, ξηραίνω τὰς σάρκας καὶ τοὺς χυμοὺς ὥστε νὰ μένωσι τὰ ὀστᾶ μόνον, καταξηραίνω, ἑαυτὸν ἐν παιδεύμασιν, μαραίνεσθαι ἕνεκα τῆς συνεχοῦς καὶ ἐπιμόνου σπουδῆς, Πλούτ. 2. 7D· τὸ σῶμα κατεσκελετευκὼς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 153.― Παθ., καταστρέφομαι, μὴ περιιδεῖν τὴν φύσιν κατασκελετευθεῖσαν Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 287, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 15· ὠχροί, κατεσκελετευμένοι Φίλ. 1. 198, 10· ἐκ μακρᾶς καὶ φθινώδους νόσου κατεσκελετευμένον ὁ αὐτ. 583, 27· ἰσχνὸς καὶ κατεσκελετευμένος Διογ. Λ. 8. 41· μεταφ., τὰ μεγαλοφυῆ ταῖς τεχνολογίαις κατεσκελετευμένα Λογγῖν. 2. 1.

French (Bailly abrégé)

réduire à l’état de squelette, dessécher entièrement.
Étymologie: κατά, σκελετεύω.

Greek Monolingual

κατασκελετεύω (Α)
1. κάνω κάτι αδύνατο σαν σκελετό (α. «ἐν τοῖς παιδεύμασι τοῖς οὐδενὸς ἀξίοις ἑαυτούς κατασκελετεύουσι», Πλούτ. β. «ὡχροί, κατεσκελετευμένοι», Φίλ.)
2. παθ. κατασκελετεύομαι
καταστρέφομαι («περιιδεῖν τὴν φύσιν τῶν αὑτῶν κατασκελετευθεῖσαν», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σκελετεύω «ξεραίνω, μαραίνω»].

Russian (Dvoretsky)

κατασκελετεύω: превращать в скелет, истощать до крайности (ἑαυτόν Plut.); pass. чахнуть, худеть Arst.