άκοπος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκοπος]], -ον) (και άκοβος, -η, -ο)<br />αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο [[ολόκληρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη [[ρίζα]], τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει αλεστεί ([[σιτάρι]], [[καφές]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί ή [[είναι]] δύσκολο να κοπεί «σκληρό [[ξύλο]]<br />άκοβο»<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χάσει το [[κύρος]] του<br />«[[άκοπα]] έθιμα»<br /><b>5.</b> αυτός που δεν κόβει ή δεν κόβει καλά<br />«άκοπο [[ψαλίδι]]»<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν έχει κοπεί από τα σκουλήκια (<b>Αριστοτ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκοπος]], -ον)<br />αυτός που δεν προκαλεί κόπο, που δεν κουράζει<br />«άκοπη [[εργασία]]»<br /><b>αρχ.</b><br />«τοῑς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι» (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακούραστος]]<br />«[[ἄκοπος]] κατακινεῑσθαι» (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ξεκουράζει «κατὰ τὰς ὁδοὺς ποιοῦμαι τοὺς περιπάτους<br />φησὶ γὰρ ἀκοπωτέρους [[εἶναι]] τῶν ἐν τοῖς δρόμοις» (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ἡ [[ἄκοπος]] (Γαληνός) ή <i>τὸ ἄκοπον</i> (Γαληνός, Διοσκορίδης)<br />το δυναμωτικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[άκοπα]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκοπος]], -ον) (και [[άκοβος]], -η, -ο)<br />αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο [[ολόκληρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη [[ρίζα]], τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει αλεστεί ([[σιτάρι]], [[καφές]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί ή [[είναι]] δύσκολο να κοπεί «σκληρό [[ξύλο]]<br />άκοβο»<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χάσει το [[κύρος]] του<br />«[[άκοπα]] έθιμα»<br /><b>5.</b> αυτός που δεν κόβει ή δεν κόβει καλά<br />«άκοπο [[ψαλίδι]]»<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν έχει κοπεί από τα σκουλήκια (<b>Αριστοτ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκοπος]], -ον)<br />αυτός που δεν προκαλεί κόπο, που δεν κουράζει<br />«άκοπη [[εργασία]]»<br /><b>αρχ.</b><br />«τοῖς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι» (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ακούραστος]]<br />«[[ἄκοπος]] κατακινεῖσθαι» (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ξεκουράζει «κατὰ τὰς ὁδοὺς ποιοῦμαι τοὺς περιπάτους<br />φησὶ γὰρ ἀκοπωτέρους [[εἶναι]] τῶν ἐν τοῖς δρόμοις» (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ἡ [[ἄκοπος]] (Γαληνός) ή <i>τὸ ἄκοπον</i> (Γαληνός, Διοσκορίδης)<br />το δυναμωτικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[άκοπα]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 28 March 2021

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (Α ἄκοπος, -ον) (και άκοβος, -η, -ο)
αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο ολόκληρος
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη ρίζα, τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά κ.λπ.)
2. όποιος δεν έχει αλεστεί (σιτάρι, καφές κ.λπ.)
3. εκείνος που δεν μπορεί ή είναι δύσκολο να κοπεί «σκληρό ξύλο
άκοβο»
4. μτφ. αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χάσει το κύρος του
«άκοπα έθιμα»
5. αυτός που δεν κόβει ή δεν κόβει καλά
«άκοπο ψαλίδι»
αρχ.
όποιος δεν έχει κοπεί από τα σκουλήκια (Αριστοτ.)
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -κόπος < κόπτω.
(II)
-η, -ο (Α ἄκοπος, -ον)
αυτός που δεν προκαλεί κόπο, που δεν κουράζει
«άκοπη εργασία»
αρχ.
«τοῖς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι» (Αριστοτ.)
αρχ.
1. ο ακούραστος
«ἄκοπος κατακινεῖσθαι» (Πλάτ.)
2. αυτός που ξεκουράζει «κατὰ τὰς ὁδοὺς ποιοῦμαι τοὺς περιπάτους
φησὶ γὰρ ἀκοπωτέρους εἶναι τῶν ἐν τοῖς δρόμοις» (Πλάτ.)
3.ἄκοπος (Γαληνός) ή τὸ ἄκοπον (Γαληνός, Διοσκορίδης)
το δυναμωτικό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κόπος.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. άκοπα].