νιφοστιβής: Difference between revisions
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νιφοστιβής]], -ές (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για [[τόπο]] ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει [[κανείς]] σε [[χιόνι]], χιονοβάδιστος, [[γεμάτος]] χιόνια («τοῦτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες | |mltxt=[[νιφοστιβής]], -ές (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για [[τόπο]] ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει [[κανείς]] σε [[χιόνι]], χιονοβάδιστος, [[γεμάτος]] χιόνια («τοῦτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίφα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίβος]]), <b>πρβλ.</b> <i>χιονο</i>-<i>στιβής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:05, 28 March 2021
English (LSJ)
ές, A piled with snow, νιφοστιβεῖς χειμῶνες S.Aj.670.
Greek (Liddell-Scott)
νῐφοστῐβής: -ές, πλήρης χιόνων, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Σοφ. Αἴ. 670· πρβλ. ἡλιοστιβής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
où l’on foule la neige sous les pieds.
Étymologie: *νίψ, στείβω.
Greek Monolingual
νιφοστιβής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῦτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + -στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονο-στιβής].
Greek Monotonic
νῐφοστῐβής: -ές (στείβω), γεμάτος με χιόνια, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νῐφοστῐβής: устилающий дорогу или устланный снегом (χειμῶνες Soph.).
Middle Liddell
νῐφο-στῐβής, ές στείβω
piled with snow, Soph.