τειχοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
m (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>" to "ῠ], ᾰκος, ὁ") |
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τειχο- | |mdlsjtxt=τειχο-φῠ́λαξ, ακος,<br />a [[guard]] of the walls, Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 29 March 2021
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A one that has the guard of the walls, Hdt.3.157, Plu.2.694c: pl., Polyaen.8.23.6, App.Mith.32.
German (Pape)
[Seite 1081] ακος, ὁ, der Mauerwächter, der die Wache über die Mauer und die Befestigungswerke hat, Her. 3, 157.
Greek (Liddell-Scott)
τειχοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τὰ τείχη, Ἡρόδ. 3. 157, Πλούτ. 2. 694C.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien des fortifications.
Étymologie: τεῖχος, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ΜΑ
φρουρός τείχους
αρχ.
ως κύριο όν. Τειχοφύλαξ
τοπικός ήρωας της Κυρήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + φύλαξ, -ακος].
Greek Monotonic
τειχοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φρουρός τειχών, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
τειχοφύλαξ: ακος (ῠ) ὁ несущий охрану стен или укреплений, защитник крепости Her., Plut.
Middle Liddell
τειχο-φῠ́λαξ, ακος,
a guard of the walls, Hdt.