στρατοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=στρᾰτοφῠ́λᾰξ | ||
|Medium diacritics=στρατοφύλαξ | |Medium diacritics=στρατοφύλαξ | ||
|Low diacritics=στρατοφύλαξ | |Low diacritics=στρατοφύλαξ |
Revision as of 12:32, 29 March 2021
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A commanding officer, Str.12.5.1, 15.1.46.
German (Pape)
[Seite 952] ακος, ὁ, Lagerwächter, Aufseher, Hüter des Lagers od. Heeres, Strab. XV.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ διοικῶν τὸν στρατόν, Στράβ. 567.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
sentinelle.
Étymologie: στρατός, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
διοικητής στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + φύλαξ.
Greek Monotonic
στρᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, στρατιωτικός διοικητής, σε Στράβ.
Middle Liddell
στρᾰτο-φῠ́λαξ, ακος,
a commanding officer, Strab.