δοριτίνακτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δορῐ- | |mdlsjtxt=δορῐ-τῐ́νακτος, ον <i>adj</i> [[τινάσσω]]<br />shaken by [[battle]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 7 April 2021
English (LSJ)
[τῐ], ον, A shaken by battle, αἰθήρ A.Th.155 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δορῐτίνακτος: [τῐ], ον, τιναχθείς, .σεισθεὶς διὰ τῶν δοράτων, αἰθὴρ Αἰσχύλ. Θήβ. 155.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ébranlé par les lances : δοριτίνακτα δ’ αἰθὴρ ἐπιμαίνεται ESCHL l’air y répond par le sifflement furieux des lances qui l’ébranlent.
Étymologie: δόρυ, τινάσσω.
Greek Monolingual
δοριτίνακτος, -ον (Α)
«δοριτίνακτος αἰθήρ» — που σείστηκε από την κλαγγή τών όπλων (Αισχ.).
Greek Monotonic
δορῐτίνακτος: [τῐ], -ον (τινάσσω), αυτός που έχει τιναχθεί, σεισθεί σε κονταρομαχία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δοριτίνακτος: сотрясаемый копьем (αἰθήρ Aesch.).