κλαδάσσομαι: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλᾰδάσσομαι''': ἐξορμῶ, κινοῦμαι | |lstext='''κλᾰδάσσομαι''': ἐξορμῶ, κινοῦμαι μετὰ σφοδρότητος, [[αἷμα]] κλαδασσόμενον διὰ γυίων Ἐμπεδ. 364· ὁ Λοβ. Παθ. Προλεγ. 89 διορθοῖ, κλυδασσόμενον, κλυδωνιζόμενον. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:43, 20 April 2021
English (LSJ)
Pass., A rush violently, surge, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Emp.100.22.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδάσσομαι: ἐξορμῶ, κινοῦμαι μετὰ σφοδρότητος, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Ἐμπεδ. 364· ὁ Λοβ. Παθ. Προλεγ. 89 διορθοῖ, κλυδασσόμενον, κλυδωνιζόμενον.
Greek Monolingual
κλαδάσσομαι (Α)
κινούμαι με ορμή («αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. του κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός.
Russian (Dvoretsky)
κλᾰδάσσομαι: волноваться, бурлить (αἷμα κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαδάσσομαι [κλαδαρός?] snel stromen.