στενολέσχης: Difference between revisions
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στενολέσχης''': -ου, ὁ, λαλῶν ἢ ὁμιλῶν | |lstext='''στενολέσχης''': -ου, ὁ, λαλῶν ἢ ὁμιλῶν μετὰ πανουργίας, σοφιστευόμενος, [[μικρολόγος]], [[λεπτολόγος]], Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:15, 20 April 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A one that talks subtly, quibbler, Suid.
German (Pape)
[Seite 935] ὁ, der wenig, bündig, sein Redende, Schwatzende, λεπτολόγος Suid.
Greek (Liddell-Scott)
στενολέσχης: -ου, ὁ, λαλῶν ἢ ὁμιλῶν μετὰ πανουργίας, σοφιστευόμενος, μικρολόγος, λεπτολόγος, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui discute sur des riens SUID.
Étymologie: στενός, λέσχη.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που μιλά για κάτι με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές
2. ολιγόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -λέσχης (< λέσχη «φλυαρία»), πρβλ. πλατυ-λέσχης.
Greek Monotonic
στενολέσχης: -ου, ὁ, λιγομίλητος, λεπτολόγος, αυτός που μιλάει με σοφιστείες ή με σχολαστικισμό.
Middle Liddell
στενο-λέσχης, ου, ὁ,
a quibbler.