συνδιαφθείρω: Difference between revisions
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] συγχρόνως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ., 7. 4, 18. ― Παθητ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. 167D, Δείναρχ. 110. 37· τῷ σώματι συνδιαφθαρεὶς τὰς φρένας, διαφθαρεὶς τὰς φρένας | |lstext='''συνδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] συγχρόνως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ., 7. 4, 18. ― Παθητ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. 167D, Δείναρχ. 110. 37· τῷ σώματι συνδιαφθαρεὶς τὰς φρένας, διαφθαρεὶς τὰς φρένας μετὰ τοῦ σώματος, Διον. Ἁλ. 3. 36· πρκμ. συνδιέφθορα μετὰ παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 541. 45. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:21, 20 April 2021
English (LSJ)
A destroy at the same time, Arist.HA585a10, Jul.Or.1.24d; corrupt at the same time, ἑαυτῷ σ. καὶ τἄλλα Gal.15.874:—Pass., to be corrupted along with, ἡμῖν Isoc.8.41, cf. Din.3.19, Gal.15.697; συνδιαφθᾰρεὶς τῷ σώματι τὰς φρένας having his mind destroyed with . ., D.H.3.36: pf. συνδιέφθορα in pass. sense, D.S.38.15.
German (Pape)
[Seite 1008] mit od. zugleich verderben, vernichten, bestechen; συνδιέφθαρται ὁ δῆμος τῶν ῥητόρων τισί, Din. 3, 17: Isocr. 8, 41.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαφθείρω: διαφθείρω, καταστρέφω συγχρόνως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ., 7. 4, 18. ― Παθητ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. 167D, Δείναρχ. 110. 37· τῷ σώματι συνδιαφθαρεὶς τὰς φρένας, διαφθαρεὶς τὰς φρένας μετὰ τοῦ σώματος, Διον. Ἁλ. 3. 36· πρκμ. συνδιέφθορα μετὰ παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 541. 45.
French (Bailly abrégé)
détruire en même temps ; Pass. être détruit ou périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, διαφθείρω.
Greek Monolingual
ΜΑ
καταστρέφω κάποιον ή κάτι ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο («πόνου παρασχόντα συνδιαφθείρει τὸ προϋπάρχον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. βλάπτω ηθικά, διαφθείρω κάποιον από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον
2. παθ. συνδιαφθείρομαι
συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι ερωτικά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διαφθείρω act. mede of tegelijk (met...) vernietigen, met acc. en dat., met acc. en μετά + gen.. συνδιαφθεῖραι μετὰ τῶν φίλων καὶ τῶν χρημάτων ἑαυτόν ook zichzelf te gronde richten, samen met zijn vrienden en zijn geld. samen (met...) corrumperen of perverteren, met acc. en dat.; ook pass.. μήπω συνδιεφθαρμένος ἡμῖν nog niet met ons gecorrumpeerd Isocr. 8.41. pass. intrans. met perf. συνδιέφθορα mede verloren gaan, tegelijk (met...) verloren gaan: met dat..; πολὺ συνδιεφθάρη μέρος αὐτῷ τῆς δυνάμεως en een groot deel van de macht ging mét hem verloren Plut. Agis et Cl. 39.1; abs.. τῶν ἀνδρῶν οἱ πλεῖστοι συνδιεφθάρησαν de meeste van de mannen kwamen ook om Plut. Cim. 13.3.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαφθείρω: (Diod. pf. в знач. pass. συνδιέφθορα) одновременно повреждать, губить, уничтожать (τι Arst.): συνδιαφθείρεσθαί τινι Isocr., Plut. погибать вместе с кем(чем)-л.