ἀπαστράπτω: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαστράπτω''': [[ἀστράπτω]], [[λάμπω]], ἀκτινοβολῶ, Ἄρατος 430, Ὀππ. Κυνηγ. 220· | |lstext='''ἀπαστράπτω''': [[ἀστράπτω]], [[λάμπω]], ἀκτινοβολῶ, Ἄρατος 430, Ὀππ. Κυνηγ. 220· μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλην [[αὐτόθι]] 3. 479, Ὀρφ. Ὕμν. 69. 6., πρβλ. Λουκ. Ἀλεκτρ. 7. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:40, 20 April 2021
English (LSJ)
A flash forth, Arat.430, Opp.C.1.220; αὐγὴ ἀ. λίθων J.AJ3.8.9: c. acc. cogn., φέγγος Ph.1.150, al.; αἴγλην Opp.C.3.479; φάος Procl.H.7.31, cf. Luc.Gall.7, Iamb.Myst.2.3.
German (Pape)
[Seite 281] (wie einen Blitz) ausstrahlen, Glanz von sich geben, αἴγλην Ep. ad. 597 (X, 399); παιδὸς κάλλος οἷα φλόγα προφαίνων Ἔρως ἀπαστράπτει Mel. 19 (XII. 84).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαστράπτω: ἀστράπτω, λάμπω, ἀκτινοβολῶ, Ἄρατος 430, Ὀππ. Κυνηγ. 220· μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλην αὐτόθι 3. 479, Ὀρφ. Ὕμν. 69. 6., πρβλ. Λουκ. Ἀλεκτρ. 7.
French (Bailly abrégé)
briller comme un éclair ou un jet de flamme, briller d’un vif éclat.
Étymologie: ἀπό, ἀστράπτω.
Spanish (DGE)
1 intr. relampaguear, brillar abs., Arat.430, Opp.C.1.220, ἀ. ἀπ' αὐτῶν (λίθων) αὐγή I.AI 3.217, cf. Ph.1.150, Nonn.D.15.166, Aristaenet.1.4.36, τὸ πῦρ Melit.Bapt.3
•fig. de la verdad, Clem.Al.Paed.2.10.113, de cualidades morales τῆς εὐσεβείας ... τὸ κάλλος Cyr.Al.M.71.1012D, del λόγος divino ἀπαστράψαντα λόγον Cyr.Al.M.69.1013D, en v. pas. ὁ ... ἐκ πατρὸς πεφηνώς τε καὶ ἀπαστραφθεὶς λόγος Cyr.Al.M.73.280A.
2 c. ac. int. hacer brillar αἴγλην ἀ. Opp.C.3.479, φάος Procl.H.7.31, τὴν αὐγήν Luc.Gall.7, μαρμαρυγήν Musae.56, τὸ φῶς Gr.Nyss.Hom.in Cant.355.14
•irradiar κάλλος Iambl.Myst.2.3.
Greek Monolingual
(AM ἀπαστράπτω)
ακτινοβολώ, αστράφτω.
Greek Monotonic
ἀπαστράπτω: μέλ. -ψω, λάμπω, αστράφτω, ακτινοβολώ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαστράπτω:
1) блистать, сверкать Luc.;
2) излучать, испускать (αὐγήν Luc.; αἴγλην Anth.).