ἀπόρρευσις: Difference between revisions
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόρρευσις''': -εως, ἡ, [[ἀπορροή]], ἀπόρροια, Πολύβ. 10. 28, 4· (ἀλλ. [[ἀπόρρυσις]], ἐν 4. 39, 10, πρβλ. Ἰάμβλ. 6. 5, 17)· ἀπὸ λύπης καὶ μανίας [[ἀπόρρευσις]] Ἰοῦγκος παρὰ Στοβ. 587. 15 ( | |lstext='''ἀπόρρευσις''': -εως, ἡ, [[ἀπορροή]], ἀπόρροια, Πολύβ. 10. 28, 4· (ἀλλ. [[ἀπόρρυσις]], ἐν 4. 39, 10, πρβλ. Ἰάμβλ. 6. 5, 17)· ἀπὸ λύπης καὶ μανίας [[ἀπόρρευσις]] Ἰοῦγκος παρὰ Στοβ. 587. 15 (μετὰ διαφ. γραφ. -ρυσις). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:49, 20 April 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A flowing from, ἔχειν τὰς ἀ. to be the source of streams, Plb.10.28.4; ἀέρος οὐ δεχομένου τὰς ἀ. Plu. 2.933c. II Astrol., = ἀπόρροια 3, Vett.Val.146.32; μανίας καὶ λύττης ἀ. Junc. ap. Stob.4.50.27. (ἀπόρρυσις (q.v.) shd. perh. be read in these passages.) III folly, = ἀφροσύνη, Aq.De.22.21, 1 Ki.25.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρρευσις: -εως, ἡ, ἀπορροή, ἀπόρροια, Πολύβ. 10. 28, 4· (ἀλλ. ἀπόρρυσις, ἐν 4. 39, 10, πρβλ. Ἰάμβλ. 6. 5, 17)· ἀπὸ λύπης καὶ μανίας ἀπόρρευσις Ἰοῦγκος παρὰ Στοβ. 587. 15 (μετὰ διαφ. γραφ. -ρυσις).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
écoulement.
Étymologie: ἀπορρέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 flujo, emanación (πυρός) Plu.2.933c
•fig. μανίας καὶ λύττης Iunc. en Stob.4.50.27
•de donde locura Aq.De.22.21, 1Re.25.25, Ie.29.23.
2 astrol. influencia τῶν κέντρων Vett.Val.139.7, 18.
Greek Monolingual
ἀπόρρευσις, η απορρέω
απόρροια.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόρρευσις: εως ἡ истечение, отток Polyb., Plut.