ἐνδοτέρω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδοτέρω''': ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ [[ἔνδον]], παραμέσα, ὁλωσδιόλου μέσα, [[ἐνδοτέρω]] [[συστέλλω]] ἐμαυτόν, [[γίνομαι]] φειδωλὸς [[πέρα]] τοῦ δέοντος, Πλουτ. Κάτων ὁ Πρεσβ. 5· [[ἐνδοτέρω]] τῆς χρείας προσάγεσθαι, ἑλκύειν τινὰ πρὸς ἑαυτὸν εἰς στενωτέρας σχέσεις, καθιστᾶν αὐτὸν στενώτερον φίλον, ὁ αὐτὸς Ἄρατ. 43· ἐπὶ ἀριθμοῦ, κατωτέρω, τὴν διάρθρωσιν γίνεσθαι ἀπὸ ἕκτης καὶ εἰκοστῆς, [[πολλάκις]] δὲ καὶ [[ἐνδοτέρω]] ὁ αὐτ. 2. 909Β· - [[μετὰ]] γεν., ἐν τοῖς ἐνδ. τοῦ ὕδατος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 7· ἐνδ. τείχους Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 15. 11. 3· - ἐπὶ βιβλίου, κατωτέρω, περαιτέρω, Διογ. Λ. 10. 43, κτλ. 2) ὑπερθ. ἐνδοτάτω, εἰς τὸ ἐνδότατον [[μέρος]], καὶ στὰς ἀφανὴς ἐνδοτάτω Λουκ. Ἔρωτες 16, Πλούτ. 2. 918F. ΙΙ. Συγκρ. ἐπίθ. ἐνδότερος, Λατ. interior, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4. 5., 6, 7· ὑπερθ. ἐνδότατος, Λατ. intimus, Ἡσύχ. ἐν λέξει μυχοί, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 792, εἰς Λυκόφρ. 896.
|lstext='''ἐνδοτέρω''': ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ [[ἔνδον]], παραμέσα, ὁλωσδιόλου μέσα, [[ἐνδοτέρω]] [[συστέλλω]] ἐμαυτόν, [[γίνομαι]] φειδωλὸς [[πέρα]] τοῦ δέοντος, Πλουτ. Κάτων ὁ Πρεσβ. 5· [[ἐνδοτέρω]] τῆς χρείας προσάγεσθαι, ἑλκύειν τινὰ πρὸς ἑαυτὸν εἰς στενωτέρας σχέσεις, καθιστᾶν αὐτὸν στενώτερον φίλον, ὁ αὐτὸς Ἄρατ. 43· ἐπὶ ἀριθμοῦ, κατωτέρω, τὴν διάρθρωσιν γίνεσθαι ἀπὸ ἕκτης καὶ εἰκοστῆς, [[πολλάκις]] δὲ καὶ [[ἐνδοτέρω]] ὁ αὐτ. 2. 909Β· - μετὰ γεν., ἐν τοῖς ἐνδ. τοῦ ὕδατος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 7· ἐνδ. τείχους Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 15. 11. 3· - ἐπὶ βιβλίου, κατωτέρω, περαιτέρω, Διογ. Λ. 10. 43, κτλ. 2) ὑπερθ. ἐνδοτάτω, εἰς τὸ ἐνδότατον [[μέρος]], καὶ στὰς ἀφανὴς ἐνδοτάτω Λουκ. Ἔρωτες 16, Πλούτ. 2. 918F. ΙΙ. Συγκρ. ἐπίθ. ἐνδότερος, Λατ. interior, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4. 5., 6, 7· ὑπερθ. ἐνδότατος, Λατ. intimus, Ἡσύχ. ἐν λέξει μυχοί, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 792, εἰς Λυκόφρ. 896.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδοτέρω Medium diacritics: ἐνδοτέρω Low diacritics: ενδοτέρω Capitals: ΕΝΔΟΤΕΡΩ
Transliteration A: endotérō Transliteration B: endoterō Transliteration C: endotero Beta Code: e)ndote/rw

English (LSJ)

Adv.Comp.of ἔνδον, A more within, quite within, ἐ. συστέλλειν ἑαυτόν to draw himself within his means, Plu.Cat.Ma.5; ἐ. τῆς Χρείας προσαγαγέσθαι to unite into greater intimacy, Id.Arat.43; within, Placit.5.21.2; (sc. κόσμου) ib.1.18.4; ἐ. τείχους J.AJ15.11.3; farther on, below, in a book, D.L.10.43, etc. 2 of Time, within a certain limit, sooner, Hp.Fract.33. 3 Sup. ἐνδοτάτω quite within, Luc.Am.16; innermost, Procl.Hyp.6.12; οἱ ἐνδοτάτω Θρᾷκες Hdn.6.8.1: c. gen., very far in, Plu.2.918f. II Adj. ἐνδότερος, ον, inner, PLond.4.1768.2 (vi A. D.): Sup. ἐνδότατος inmost, Ἀρμενία Just.Nov.31.1 Intr.; τόποι Hsch. S. V. μυχοί.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδοτέρω: ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ ἔνδον, παραμέσα, ὁλωσδιόλου μέσα, ἐνδοτέρω συστέλλω ἐμαυτόν, γίνομαι φειδωλὸς πέρα τοῦ δέοντος, Πλουτ. Κάτων ὁ Πρεσβ. 5· ἐνδοτέρω τῆς χρείας προσάγεσθαι, ἑλκύειν τινὰ πρὸς ἑαυτὸν εἰς στενωτέρας σχέσεις, καθιστᾶν αὐτὸν στενώτερον φίλον, ὁ αὐτὸς Ἄρατ. 43· ἐπὶ ἀριθμοῦ, κατωτέρω, τὴν διάρθρωσιν γίνεσθαι ἀπὸ ἕκτης καὶ εἰκοστῆς, πολλάκις δὲ καὶ ἐνδοτέρω ὁ αὐτ. 2. 909Β· - μετὰ γεν., ἐν τοῖς ἐνδ. τοῦ ὕδατος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 7· ἐνδ. τείχους Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 15. 11. 3· - ἐπὶ βιβλίου, κατωτέρω, περαιτέρω, Διογ. Λ. 10. 43, κτλ. 2) ὑπερθ. ἐνδοτάτω, εἰς τὸ ἐνδότατον μέρος, καὶ στὰς ἀφανὴς ἐνδοτάτω Λουκ. Ἔρωτες 16, Πλούτ. 2. 918F. ΙΙ. Συγκρ. ἐπίθ. ἐνδότερος, Λατ. interior, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4. 5., 6, 7· ὑπερθ. ἐνδότατος, Λατ. intimus, Ἡσύχ. ἐν λέξει μυχοί, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 792, εἰς Λυκόφρ. 896.

French (Bailly abrégé)

Cp. de ἔνδον.

Spanish (DGE)

v. ἔνδον.

Greek Monotonic

ἐνδοτέρω: επίρρ. συγκρ. του ἔνδον, ολότελα μέσα, πιο μέσα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδοτέρω: [compar. к ἔνδον I] еще далее внутрь, глубже (ἐν τοῖς ἐ. τοῦ ὕδατος Arst.): ἐ. συστέλλειν ἑαυτόν Plut. еще больше ограничить себя.

Middle Liddell

adverb[comp. of ἔνδον
quite within, Plut.