ἐπάνωθεν: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπάνωθεν''': Ἐπίρρ., ἐν τοῖς ἄνω μέρεσιν, ἐν τῇ ὀρεινῇ, καὶ ἄλλα ἔθνη [[ἐπάνωθεν]], «τῆς ἄνω Μακεδονίας» (Δούκας), Θουκ. 2. 99· [[μετὰ]] γεν., [[ἐπάνωθεν]] ἡμῶν, εἰς τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] ἡμῶν, Πλάτ. Τίμ. 45Α. 2) ἐπὶ χρόνου, οἱ [[ἐπάνωθεν]], οἱ ἐν προτέροις χρόνοις, οἱ προγενέστεροι, Θεόκρ. 7. 5. ― Ὁ [[τύπος]] ἐπάνωθε ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 463, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, ἐλαφρὸν νὰ πέσῃ τὸ [[χῶμα]] [[ἐπάνω]] σου.
|lstext='''ἐπάνωθεν''': Ἐπίρρ., ἐν τοῖς ἄνω μέρεσιν, ἐν τῇ ὀρεινῇ, καὶ ἄλλα ἔθνη [[ἐπάνωθεν]], «τῆς ἄνω Μακεδονίας» (Δούκας), Θουκ. 2. 99· μετὰ γεν., [[ἐπάνωθεν]] ἡμῶν, εἰς τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] ἡμῶν, Πλάτ. Τίμ. 45Α. 2) ἐπὶ χρόνου, οἱ [[ἐπάνωθεν]], οἱ ἐν προτέροις χρόνοις, οἱ προγενέστεροι, Θεόκρ. 7. 5. ― Ὁ [[τύπος]] ἐπάνωθε ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 463, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, ἐλαφρὸν νὰ πέσῃ τὸ [[χῶμα]] [[ἐπάνω]] σου.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:59, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάνωθεν Medium diacritics: ἐπάνωθεν Low diacritics: επάνωθεν Capitals: ΕΠΑΝΩΘΕΝ
Transliteration A: epánōthen Transliteration B: epanōthen Transliteration C: epanothen Beta Code: e)pa/nwqen

English (LSJ)

or ἐπάντλ-ωθε, Adv. A above, on top, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι E.Alc.463: c. gen., Pl.Ti.45a, Luc.Epigr.39. 2 up country, inland, Th.2.99. II of Time, of old, χαῶν τῶν ἐ. prob. in Theoc.7.5; τῶν ἐπάνωθε μουσοποιῶν Id.Ep.22.3; ἐν τοῖς ἐ. in former times, CPR188.19 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 903] von oben her, drüber, Eur. Alc. 463; ἡμῶν Tim. Locr. 45 a; Thuc. 2, 99; χαῶν τῶν ἐπ. Theocr. 7, 5, die Edeln der Vorzeit.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάνωθεν: Ἐπίρρ., ἐν τοῖς ἄνω μέρεσιν, ἐν τῇ ὀρεινῇ, καὶ ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν, «τῆς ἄνω Μακεδονίας» (Δούκας), Θουκ. 2. 99· μετὰ γεν., ἐπάνωθεν ἡμῶν, εἰς τὸ ἀνώτατον μέρος ἡμῶν, Πλάτ. Τίμ. 45Α. 2) ἐπὶ χρόνου, οἱ ἐπάνωθεν, οἱ ἐν προτέροις χρόνοις, οἱ προγενέστεροι, Θεόκρ. 7. 5. ― Ὁ τύπος ἐπάνωθε ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 463, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, ἐλαφρὸν νὰ πέσῃ τὸ χῶμα ἐπάνω σου.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de dessus, d’en haut;
2 d’autrefois.
Étymologie: ἐπάνω, -θεν.

Greek Monotonic

ἐπάνωθεν: πριν από φωνήεν -θε· επίρρ.,
1. από το πάνω μέρος, πάνω από, σε Ευρ., Θουκ.
2. οἱ ἐπ. οι προγενέστεροι, σε Θεόκρ.

Middle Liddell


1. from above, above, Eur., Thuc.
2. οἱ ἐπ. men of former time, Theocr.

English (Woodhouse)

from above, from aloft, from inland, from on high

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)