ἔνδοθι: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνδοθι''': Ἐπίρρ., [[ἐντός]], «μέσα», Λατ. intus, τὴν δ’ [[ἔνδοθι]] τέτμεν ἐοῦσαν Ὀδ. Ε. 58· τά τ’ [[ἔνδοθι]] καὶ τὰ θύρῃφιν Χ. 220· σὺ δ’ [[ἔνδοθι]] θυμὸν ἀμύξεις Ἰλ. Α. 243, κτλ.· σπάνιον παρ’ Ἀττ., [[ἔνδοθι]] μέν ἐστι Πρωταγόρας Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 10· πρβλ. Ποσείδιππον ἐν «Συντρόφοις» 2. 2) [[μετὰ]] γεν., ἐελμένοι ἔνδ. πύργων Ἰλ. Σ. 287· ἔνδ. νήσου Ἡσ. Ἀποσπ. 37.
|lstext='''ἔνδοθι''': Ἐπίρρ., [[ἐντός]], «μέσα», Λατ. intus, τὴν δ’ [[ἔνδοθι]] τέτμεν ἐοῦσαν Ὀδ. Ε. 58· τά τ’ [[ἔνδοθι]] καὶ τὰ θύρῃφιν Χ. 220· σὺ δ’ [[ἔνδοθι]] θυμὸν ἀμύξεις Ἰλ. Α. 243, κτλ.· σπάνιον παρ’ Ἀττ., [[ἔνδοθι]] μέν ἐστι Πρωταγόρας Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 10· πρβλ. Ποσείδιππον ἐν «Συντρόφοις» 2. 2) μετὰ γεν., ἐελμένοι ἔνδ. πύργων Ἰλ. Σ. 287· ἔνδ. νήσου Ἡσ. Ἀποσπ. 37.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:08, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνδοθι Medium diacritics: ἔνδοθι Low diacritics: ένδοθι Capitals: ΕΝΔΟΘΙ
Transliteration A: éndothi Transliteration B: endothi Transliteration C: endothi Beta Code: e)/ndoqi

English (LSJ)

Adv. A within, at home, Od.5.58; τά τ' ἔ. καὶ τὰ θύρηφι 22.220; σὺ δ' ἔ. θυμὸν ἀμύξεις Il.1.243, etc.; rare in Att., ἔ. μέν ἐστι Πρωταγόρας Eup.146a codd., cf. Posidipp.24. 2 c. gen., ἐελμένοι ἔ. πύργων Il.18.287; ἔ. νήσου Hes.Fr.76.4; οἴκου Id.Op.523.

German (Pape)

[Seite 835] drinnen, innerhalb; τά τ' ἔνδοθι καὶ τὰ θύρηφιν Od. 22, 220; σύ δ' ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις, das Herz im Leibe, Il. 1, 243; oft ἔνδοθι θυμός; daheim, im Hause, 6, 498; ἔνδοθι πύργων 18, 287; νήσου Pind. N. 3, 21; a. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδοθι: Ἐπίρρ., ἐντός, «μέσα», Λατ. intus, τὴν δ’ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν Ὀδ. Ε. 58· τά τ’ ἔνδοθι καὶ τὰ θύρῃφιν Χ. 220· σὺ δ’ ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις Ἰλ. Α. 243, κτλ.· σπάνιον παρ’ Ἀττ., ἔνδοθι μέν ἐστι Πρωταγόρας Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 10· πρβλ. Ποσείδιππον ἐν «Συντρόφοις» 2. 2) μετὰ γεν., ἐελμένοι ἔνδ. πύργων Ἰλ. Σ. 287· ἔνδ. νήσου Ἡσ. Ἀποσπ. 37.

French (Bailly abrégé)

adv.
au dedans, à l’intérieur, particul. dans la maison ; avec le gén. : au dedans de.
Étymologie: ἔνδον, -θι.

English (Autenrieth)

within, Il. 6.498; w. gen., Il. 18.287; opp. θύρηφιν, Od. 22.220; often = ἐν φρεσί, with θῦμός, μῆτις, νόος.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): acent. ἐνδόθι A.D.Adu.197.6
adv.
I 1dentro de la casa κιχήσατο δ' ἔ. πολλὰς ἀμφιπόλους encontró dentro de la casa a muchas criadas, Il.6.498, cf. 20.271, Od.5.58, καλά, τά ῥ' ἔ. κεῦθε δόμος Πετεῶο (objetos) hermosos que en su interior guardaba el palacio de Peteo Hes.Fr.200.6, ἔ. προνομεύειν ὄρμενα Posidipp.26, de otros lugares ὅσσα περ ἐντύνονται ... ἔ. νῆες A.R.1.235, ἔ. δ' ἐντί τοὶ πικροὶ κάλαμοι del carcaj de Eros, Mosch.1.20, ἔ. βάλλων εἰς ἅλα D.P.43, ἵκοντο ... μάλ' ἔ. Σύρτιν llegaron a Sirte bien adentro A.R.4.1235, περὶ γαστρὶ κυκώμενον ἔ. πνεῦμα Androm.31, κεῖται ... κόρη τῷδ' ἔ. τύμβῳ IHadrianopolis 38.4 (III d.C.).
2 interiormente, dentro de la pers., en cont. de sentimientos, emociones, etc. ἐμὸς ἔ. θυμὸς ἐτείρετο Il.22.242, cf. 1.243, Od.2.315.
3 en medio, entre medias νῆσοί τ' ἤπειροί τε καὶ ἁλμυρὸς ἔ. πόντος de un mar interior, Hes.Th.964.
II c. gen. dentro de ἔ. πύργων Il.18.287, ἔ. οἴκου Hes.Op.523, cf. Fr.205.4, ἔ. νηοῦ h.Cer.355, ἔ. γυίων Nic.Al.192, Συβαρίτιδος ἔ. λίμνας Theoc.5.146, ὅσσα τ' ὀδόντων ἔ. Call.Fr.43.15.

Greek Monolingual

ἔνδοθι (AM)
επίρρ. μέσα, εντός (α. «τὴν δ' ἔνδοθι τέμεν ἰοῡσαν», Ομ. Οδ.
β. «τῶν ἀνακτόρων ἔνδοθι»).

Greek Monotonic

ἔνδοθι: (ἔνδον),
1. επίρρ., εντός, μέσα, στην πατρίδα, Λατ. intus, σε Όμηρ.
2. με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνδοθι:
I adv. внутри: τὰ τ᾽ ἔ. καὶ τὰ θύρηφι Hom. то, что в доме, и то, что вне дома.
II в знач. praep. cum gen. внутри, в (πύργων Hom.; οἴκου Hes.; νήσου Pind.).

Middle Liddell

adverbἔνδον
1. adv. within, at home, Lat. intus, Hom.
2. c. gen., Il.